Μπήκα στο βίντεο κλαμπ και είδα πάλι τον Πέτρο πίσω από τον πάγκο, σκυθρωπό, να καπνίζει το τσιγάρο του. Ήταν περασμένες δέκα και ήταν στο μαγαζί από το πρωί καθώς πριν λίγο καιρό τα είχε «σπάσει» με τον συνεταίρο του και είχαν «πέσει» όλα πάνω του. Πόσες ώρες δουλειάς να αντέξει και αυτός ο χριστιανός κάθε μέρα χωρίς να του κοπεί το χαμόγελο... «Δύσκολοι καιροί για την πολυτέλεια υπαλλήλου» μού είχε εκμυστηρευτεί σε μια κουβέντα μας παλαιότερα.
Καλησπέρισα ευγενικά αλλά ειλικρινά - πολλές είναι οι φορές που αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί, δυστυχώς - και κατευθύνθηκα στον «τοίχο» με τις πειρατικές ταινίες.
Είχα δει τις περισσότερες αλλά όλο και κάποια θα έβρισκα να «σκοτώσω» το βράδυ μου. Ο σκοπός ήταν «ιερός» άλλωστε. Πάει καιρός που δεν ήθελα, από την ώρα που τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο, να περνάω το βράδυ μου παρέα με την γυναίκα μου. Ο γάμος μας έβαινε προς το τέλος του και ήταν κάτι που δεν ήθελα να το αντιστρέψω καθώς είχα πάρει τις αποφάσεις μου, είχα κάνει την Επιλογή μου. Προτιμούσα την ησυχία της μοναξιάς μου από την παρέα της αλλά εκείνη δεν έλεγε να το καταλάβει ή, για να το πω πιο σωστά, δεν έλεγε να το αποδεχτεί.
Χάζευα τις πάνω σειρές και σκεφτόμουν ποια ταινία από όλες να διαλέξω που να είναι και του γούστου μου αλλά και να μην υπάρξει πιθανότητα να αρέσει στην γυναίκα μου.
Με την σκέψη αυτή στο μυαλό άπλωσα το χέρι σε μια από τις ταινίες που ο τίτλος μου κέντρισε το ενδιαφέρον – ένας άλλος κόσμος – αλλά πριν προλάβω να διαβάσω την υπόθεση άκουσα τον Πέτρο να μου φωνάζει από τη θέση του: «Αυτή που κρατάς να πάρεις!».
Κλασική η τακτική του να «συμμετέχει» στην επιλογή τού πελάτη, να επιδιώκει την προσωπική επαφή, που στη συνέχεια την εξέλισσε σε προσωπο-επαγγελματική σχέση. Το διαχειριζόταν πολύ καλά το επικοινωνιακό ο Πέτρος – έμπορος γαρ – αν και πιστεύω ότι τα κίνητρά του δεν ήταν πάντα επαγγελματικά αλλά και γνήσιας ανάγκης προσωπικής του επικοινωνίας με τον άλλο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλοι μας επιλέγουμε – όταν έχουμε την πολυτέλεια – και μένουμε σε ένα επάγγελμα – όταν εξαρτάται από εμάς η συνέχισή του – το οποίο καλύπτει, πέρα από τα του ζην, και ανάγκες της προσωπικότητας και του χαρακτήρα μας, μία από τις οποίες είναι και η ζώσα επικοινωνία.
«Δένεις τον πελάτη σου με το να του δείχνεις ενδιαφέρον, τον κάνεις να νιώθει μοναδικός», θυμήθηκα τον πατέρα μου που μου το έλεγε όταν ήμουν μικρός απαντώντας στην απορία μου γιατί πιάνει κουβέντα με καθέναν που έμπαινε στο μαγαζί. Αυτό το «νιώθει μοναδικός» που μου είχε πει είχε χαραχτεί βαθιά στο παιδικό μου μυαλό, λες και ο καθένας μας δεν είναι μοναδικός, λες και η μοναδικότητά μας εξαρτάται από το να μας την αναγνωρίσει ο «άλλος» και όχι από την αυτοσυνειδητοποίησή της. Ίσως, η αναγνώριση από τον «άλλο» της «μοναδικότητάς» μας, να έχει βαρύνουσα αξία στον ετεροπροσδιορισμό μας λόγω του ότι, τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, είναι ταυτισμένη στο μυαλό μας με το «είμαι αναντικατάστατος». «Είμαι μοναδικός=είμαι αναντικατάστατος» και στην λογικομαθηματική αυτή σκέψη γέλασα από μέσα μου καθώς θυμήθηκα τον συγχωρεμένο τον Νικήτα που μου είχε πει σχετικά ότι «το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, Αλεξάκο, είναι γεμάτο αναντικατάστατους».
«Είναι καλή;», ρώτησα ανέμελα.
«Εξαιρετική!», απάντησε, «θα σου αρέσει».
Πήγα να τραβήξω το ειδικό καρτελάκι με τον κωδικό της για να του το δώσω αλλά προς στιγμής δίστασα.
«Θα αρέσει, όμως, στην γυναίκα μου;» τον ρώτησα εντελείως φυσιολογικά.
«Θα ξετρελαθεί» μου είπε. «Είναι από τις ταινίες που αρέσουν και στους άνδρες και στις γυναίκες», συμπλήρωσε. «Τα έχει όλα. Πλοκή, σχέσεις, χωρισμούς, δάκρυα, έρωτα, σεξ, happy end».
«Έτσι ε;» αναφώνησα. «Αυτός ακριβώς όμως είναι που δεν θέλω», του είπα κλείνοντάς του το μάτι. «Δεν θέλω να δω ταινία μαζί με την γυναίκαι μου, αλλά μόνος μου», συμπλήρωσα χαμογελώντας πονηρά.
«Εεεε… Δεν το φαντάστηκα», μου αντιγύρισε με έκπληξη στη φωνή του.
«Είναι όμως πραγματικά πολύ καλή ταινία», επέμεινε. «Αξίζει να την δεις κάποια στιγμή».
«Καλά, καλά», του είπα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Με έπεισες» και τράβηξα το καρτελάκι και κατευθύνθηκα προς το ταμείο.
«020 ο κωδικός, έτσι δεν είναι;», ρώτησε με σιγουριά ο Πέτρος.
Τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά τους προσωπικούς κωδικούς των πελατών καλύτερα από τα ονόματα τους. Με το που έβλεπε κάποιον ήξερε ποιος κωδικός ήταν. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που τηλεφωνώντας του για μια κράτηση, το όνομα μου δεν του έλεγε κάτι, αλλά όταν του έλεγα τον κωδικό μου με αναγνώριζε αμέσως και μου έπιανε την κουβέντα επί προσωπικού. Από όταν το κατάλαβα φρόντιζα, κάθε φορά που καλούσα, να λέω το όνομα μου και αμέσως τον κωδικό μου. Δεν είχε χρειαστεί να προσπαθήσω για πολύ. Μετά τις τρεις πρώτες φορές που το έκανα τον έμαθα να με αναγνωρίζει από το τηλέφωνο, μόνο με το όνομά μου. Α ρε Παβλόφ, πού να ήξερες τι χρήση θα είχε η θεωρία σου εν έτει 2017.
«Σωστά», έγνευσα χαμογελώντας.
«Και.. άλλαξες γνώμη; Θα την δεις με την γυναίκα σου τελικά;» ρώτησε διστακτικά, φοβούμενος ότι θα φανεί αδιάκριτος, καθώς πληκτρολογούσε τα στοιχεία τής ταινίας στην καρτέλα μου στον υπολογιστή.
«Όχι βέβαια», είπα. «Μόνος φυσικά», και καθώς με κοιτούσε με απορία συμπλήρωσα: «Θα της πω, αν ρωτήσει, ότι έχει τρελό πιστολίδι».
«Δεν έχει όμως πιστολίδι», απάντησε σοβαρά.
Χαμογέλασα ξανά. «It doesn’t matter. Δεν το ξέρει. Θα πω μάλιστα ότι έχει και καράτε για να το σιγουρέψω ότι δεν θα πλησιάσει στον καναπέ».
Χαμογέλασε και αυτός. Δεν ξέρω αν το εννοούσε ή το έκανε από ευγένεια αλλά καμία σημασία δεν είχε για μένα.
«Τώρα και αν δεν υπάρχει περίπτωση να την δει μαζί σου, με πιστολίδι και καράτε μαζί», είπε όλο υπονοούμενο κοιτώντας με πονηρά. Είχε αρχίσει, παντρεμένος και αυτός, να μπαίνει στο νόημα.
«Αυτό πιστεύω και εγώ», απάντησα με σιγουριά. «Και έτσι, και την ταινία που μου πρότεινες θα δω και μόνος μου θα το κάνω», είπα καθώς έβαζα την ταινία στην τσάντα μου.
Την στιγμή που ήμουν έτοιμος να καληνυχτίσω τον άκουσα να μου λέει διστακτικά αλλά με φανερή περιέργεια:
«Αν, όμως, παρόλα αυτά, κάτσει να σου κάνει παρέα; Αν παρακολουθήσει τα πρώτα λεπτά θα καταλάβει ότι η ταινία είναι καλή και θα θελήσει να την δει όλη», είπε με έκδηλη ικανοποίηση για την επισήμανσή του. «Τι θα κάνεις τότε μάγκα μου;», ρώτησε χαιρέκακα και ήταν η σειρά του να μου κλείσει το μάτι.
Γέλασα με την καρδιά μου καθώς με κοιτούσε έκπληκτος για την αντίδρασή μου. Σίγουρα δεν περίμενε να σκάσω στα γέλια.
«Αν κάτσει πάνω από πέντε λεπτά θα σηκωθώ εγώ από τον καναπέ», του είπα.
«Θα σηκωθείς;» απόρησε.
«Ναι!! Θα σηκωθώ», είπα. «Βρίζοντάς σε μάλιστα», συμπλήρωσα.
«Εμένα θα βρίσεις, ρε;» ρώτησε έκπληκτος με την απροσδόκητη δήλωσή μου. Αυτό το «ρε» μάλλον του ξέφυγε μέσα στην έκπληξη της απάντησής μου. «Γιατί θα με βρίσεις;», ξαναρώτησε, χωρίς το αντιεπαγγελματικό «ρε» αυτή τη φορά.
«Σοβαρά με ρωτάς;», του είπα χαμογελαστά αλλά συνάμα με αυστηρό τόνο στη φωνή μου.
«Σοβαρά με ρωτάς;» επανέλαβα. «Σου ζήτησα μια ταινία με πιστολίδι και καράτε και εσύ μου έδωσε αυτή την παπαριά που ούτε πιστολίδι έχει, ούτε καράτε. Τι θα ήθελες, δηλαδή, να κάνω; Να σου πω και ευχαριστώ; Θα σε βρίσω και θα σηκωθώ να διαβάσω κανένα βιβλίο», είπα και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια.
«Να ’σαι καλά φίλε», μου είπε εύθυμος καθώς έφευγα. «Με έκανες και γέλασα».
«Και εσύ να ’σαι καλά», είπα γελώντας. «Μου έσωσες το βράδυ».
Ανηφόρησα προς το σπίτι καπνίζοντας, έτοιμος να θέσω το σχέδιό μου σε εφαρμογή. Άνοιξα την πόρτα τού διαμερίσματος και διαπίστωσα ότι όλα ήταν σκοτεινά. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. «Τα παιδιά κοιμήθηκαν», σκέφτηκα, «αλλά η άλλη που είναι; Τι ετοιμάζει πάλι;».
Κατευθύνθηκα προς το σαλόνι και τότε ήταν που την άκουσα από το υπνοδωμάτιο να μου λέει: «Γύρισες;».
«Όχι», απάντησα. «Ακόμη στο δρόμο είμαι. Θα φτάσω σε λίγο».
Δεν φάνηκε να εκτιμά το χιούμορ μου καθώς δεν την άκουσα να γελάει ή να λέει κάτι.
Άνοιξα την τηλεόραση και έβαλα την ταινία να παίζει. Ετοίμασα ένα ουίσκι με πάγο και κάθισα στον αναπαυτικό καναπέ μου να απολαύσω την ταινία. «Ένας άλλος κόσμος», έγραφε με μεγάλα γράμματα στην οθόνη. «Προβάλλει», συμπλήρωσα μονολογώντας.
«Είπες κάτι;», ακούστηκε η άλλη να λέει από μέσα.
«Καληνύχτα είπα», απάντησα.
«Δεν θα μπορέσω να κάτσω να σου κάνω παρέα», φώναξε. «Είμαι λίγο αδιάθετη και ξάπλωσα».
«Καλά έκανες», αποκρίθηκα εντελώς φυσικά και σηκώθηκα στα γρήγορα και έκλεισα την πόρτα από το υπνοδωμάτιο.
«Για να μην σε ενοχλεί ο ήχος και ο καπνός», διευκρίνισα.
«Τι ταινία θα δεις;», την άκουσα να ρωτάει καθώς βούλιαζα πάλι στον καναπέ.
Έκανα ότι δεν άκουσα παρατηρώντας με περιέργεια την πόρτα αν θα ανοίξει.
Δεν ξαναρώτησε. Ούτε η πόρτα άνοιξε.
«Αυτό ήταν», σκέφτηκα χαμογελώντας. «Τόσο απλό».
«Τι το ήθελα και το σκέφτηκα», μονολόγησα όταν άκουσα αμέσως την πόρτα να ανοίγει.
Κοντοστάθηκε, με κοίταξε και προσποιητά χαρούμενη μου είπε: «Αύριο βράδυ θα πάμε σινεμά με τους κουμπάρους και την αδερφή μου με τον άνδρα της. Η μαμά μου δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρει αλλά θα προσπαθήσει μου είπε. Είχαμε καιρό να βρεθούμε όλοι μαζί και σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε. Έκλεισα για το “ένας άλλος κόσμος”. Είναι πολύ καλή και θα αρέσει σίγουρα σε όλους, και σε σένα». Αυτό το τελευταίο το τόνισε ιδιαίτερα.
Δεν είπε κάτι άλλο. Απλά μου σέρβιρε την είδηση, έκανε μεταβολή και έκλεισε την πόρτα πριν προλάβω να απαντήσω κάτι. Όχι βέβαια ότι θα απαντούσα κάτι περισσότερο από «καλά, θα μιλήσουμε αύριο».
«ΟΚ», σκέφτηκα. «Μέχρι αύριο ποιος ζει ποιος πεθαίνει. Κάποια υποχρέωση θα έχω.», και άπλωσα το χέρι να πάρω το ποτό μου.
Ένιωσα το λαρύγγι μου να καίγεται από την πρώτη γουλιά και άναψα με αργές κινήσεις τσιγάρο κοιτάζοντας την οθόνη.
«Ένας άλλος κόσμος προβάλλει», ψιθύρισα με ευχαρίστηση.
«Ένας άλλος κόσμος.»