Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Σκοτώνουν τ' ά-λογα, όταν γεράσουν *



Τα τελευταία χρόνια, χρόνια σκληρών δοκιμασιών για τον Ελληνικό Λαό λόγω δανειακών συμβάσεων και μνημονίων, έχουμε γίνει μάρτυρες, μεταξύ όλων των άλλων, και ενός διαρκώς αυξανόμενου κύματος συνταξιοδοτήσεων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. 
Από τη μία η εργασιακή ανασφάλεια, από την άλλη ο φόβος των συνεχών αλλαγών προς το χείρον στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας, ώθησε χιλιάδες συμπολίτες μας στην κατάθεση αιτήσεων συνταξιοδότησης.
Υπολογίζεται ότι οι αιτήσεις που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί ξεπερνούν τις 350.000 ενώ η αναμονή για την πολυπόθητη έγκριση κυμαίνεται από 12 έως και 36 μήνες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο «νέος» συνταξιούχος δεν λαμβάνει σύνταξη εκτός και αν είναι δημόσιος υπάλληλος οπότε και λαμβάνει για χρονικό διάστημα 8 μηνών προκαταβολή σύνταξης ίση με το 50% του μισθού του.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι μάλλον μεγαλύτερο από ό,τι παρουσιάζεται και αφορά όχι μόνο στους συνταξιούχους και τις οικογένειές τους που δεν έχουν τα απαραίτητα προς το ζην αλλά και την εν γένει οικονομική πολιτική.
Η επόμενη -και όχι τόσο η σημερινή- κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή, μεταξύ όλων των άλλων, θα έχει να καλύψει μέσα από τα δημόσια έσοδα ή τα νέα δάνεια που θα συνάψει και τις αυξημένες δαπάνες για τις συντάξεις όλων αυτών που έχουν καταθέσει αίτηση συνταξιοδότησης και δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί οι φάκελοί τους.

Σήμερα που μιλάμε,
§  έχουμε πολλές χιλιάδες συνταξιούχων που δεν λαμβάνουν ούτε ένα ευρώ σύνταξης επειδή δεν έχει εγκριθεί η σύνταξή τους.
§  έχουμε μερικές χιλιάδες συνταξιούχων του δημοσίου που λαμβάνουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προκαταβολή σύνταξης μικρότερη από το μισθό των υπό διαθεσιμότητα δημοσίων υπαλλήλων.
§  έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα που οφείλεται εν μέρει και στην μη απόδοση του συνόλου των συντάξεων στους «νέους» ασφαλισμένους.
§  τα ασφαλιστικά ταμεία «αναδιαρθρώνονται» έχοντας υποστεί την κλοπή των αποθεματικών τους στα πλαίσια του ιστορικού PSI, αποθεματικά που ήταν απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία τους, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης.
§  καταβάλλονται ακόμη συντάξεις σε «αόρατους» συνταξιούχους καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος του πραγματικού αριθμού των «ενεργών» συνταξιούχων.
§  κάποιοι, εντός και πέριξ των κομμάτων εξουσίας «κλείνουν ταμείο» στις πλάτες των φορολογούμενων πολιτών, εργαζομένων και εργοδοτών, που χρόνια ολόκληρα (τόσο προ ευρώ όσο και εντός του) κατέβαλλαν τις νόμιμες εισφορές τους.
§  η ευθύνη βαραίνει την «ανεξάρτητη ελληνική» κυβέρνηση υπό γερμανική κηδεμονία-προστασία, που στο βωμό της συγκυβέρνησης και στο όνομα της εξουσίας, εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα των δανειστών και αντιμετωπίζει τους συνταξιούχους ως αριθμούς που θα εισφέρουν ακόμη και με τη ζωή τους στην αποπληρωμή του δημοσίου χρέους.
§  η ευθύνη βαραίνει σύσσωμη την αντιπολίτευση που δεν προχωρά με τόλμη και αποφασιστικότητα στην ανάδειξη του προβλήματος στο σύνολό του και στην σύνταξη μιας συνολικής, εθνικής, ρεαλιστικής, βιώσιμης λύσης του.
§  τα «γέρικα άλογα», ευχαριστώντας τα για τις πολύχρονες υπηρεσίες τους, δεν τα σκοτώνουν αλλά, αντ’ αυτού, τα αφήνουν να ψοφήσουν.
§  δεν ενδιαφερόμαστε πραγματικά για τους συνταξιούχους γονείς μας –όσοι από εμάς τους έχουμε ακόμη.
§  δεν πράττουμε ούτε για να δώσουμε το παράδειγμα μιας εφαρμόσιμης εναλλακτικής, ενός άλλου «παραδείγματος».

Σήμερα που μιλάμε, δυστυχώς, μόνο μιλάμε.

«Καλά όλα αυτά, αλλά τι θα μπορούσε να γίνει;» θα σκεφτείς κανείς.
Δεν είμαστε οι πλέον κατάλληλοι να δώσουμε λύση. Παρόλα αυτά, όμως, άποψη μπορούμε να εκφέρουμε, την οποία και καταθέτουμε.
Λύση θα ήταν,
§  για όσους η σύνταξη δεν έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες, να αυξηθεί το ύψος της προσωρινής σύνταξης που λαμβάνουν από το 50% του μισθού που λάμβαναν στα 1.000 ευρώ καθαρά και μέχρις ότου προσδιοριστεί το ακριβές ποσό της (όχι δηλαδή για ορισμένο χρονικό διάστημα). Στην περίπτωση που η εγκριθείσα σύνταξη είναι μικρότερη από την προσωρινή, να επιστραφεί η διαφορά σε άτοκες δόσεις σε βάθος τόσων μηνών όσων και οι μήνες που λάμβαναν την προσωρινή σύνταξη.
§  να λαμβάνουν όλοι οι συνταξιούχοι και όχι μόνο του δημοσίου, το ποσό των 1.000 ευρώ ως προσωρινή σύνταξη και μέχρις ότου προσδιοριστεί το ακριβές ποσό της. Στην περίπτωση που η εγκριθείσα σύνταξη είναι μικρότερη από την προσωρινή, να επιστραφεί η διαφορά σε άτοκες δόσεις σε βάθος τόσων μηνών όσων και οι μήνες που λάμβαναν την προσωρινή σύνταξη.
§  να στελεχωθούν –στα πλαίσια της περίφημης κινητικότητας– άμεσα οι υπηρεσίες που ασχολούνται με την διεκπεραίωση των αιτήσεων συνταξιοδότησης, με το απαραίτητο σε αριθμό και προσόντα προσωπικό ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στον διαρκώς αυξανόμενο και κοινωνικά σημαντικό όγκο εργασίας.
§  να απαλλαγούν όλοι οι συνταξιούχοι προσωρινά και έως ότου εγκριθεί το ακριβές ποσό της σύνταξης τους από κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε επισκέψεις σε γιατρούς, εισαγωγή σε νοσοκομείο, συμμετοχή σε φάρμακα, φόρο εισοδήματος και χαράτσι. Με την έκδοση της σύνταξης να καταβάλλουν το 50% των οφειλών τους άτοκα σε βάθος 5ετίας.
§  η εισαγγελική παρέμβαση ώστε να ολοκληρωθεί επιτέλους η περίφημη απογραφή των συνταξιούχων. Μια απογραφή που όλο παρατάσεις λαμβάνει από τον αρμόδιο υπουργό, γεγονός που καθυστερεί την έκδοση και δημοσιοποίηση των τελικών αποτελεσμάτων της -καμιά ιδέα γιατί; Να ενημερωθούμε δηλαδή, όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες αυτής της δοκιμαζόμενης Χώρας πόσους συνταξιούχους πληρώνουμε, ποιους πληρώνουμε, πόσο τους πληρώνουμε και με την υπογραφή ποιου τους πληρώνουμε. Να ενημερωθούμε, τέλος, κατά πόσο πληρώνουμε πραγματικούς ή ανύπαρκτους συνταξιούχους.

Θα αναρωτηθεί κανείς χαμογελώντας ίσως ειρωνικά:
«Πού θα βρεθούν τα λεφτά;»
Θα το πούμε όσο πιο προκλητικά γίνεται:
«Λεφτά υπάρχουν αλλά τα παίρνουν οι γνωστοί - άγνωστοι από τον ειδικό λογαριασμό στην Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας, που έχει συσταθεί υπέρ του τεχνητού Δημόσιου Χρέους.»
Εκεί θα βρεθούν τα λεφτά… καθώς και άλλα πολλά.

Και για να μη λέτε ότι όλα αυτά είναι παραμύθια, ιδού ένα, που ξεκινάει κάπως έτσι:
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή χώρα κάτω στο Νότο βασίλευαν τρεις άρχοντες που δεν είχαν ονόματα, μόνο χρώματα. Τους άρχοντες τους έλεγαν Πράσινο, Βένετο και Λιλά. Ο Βένετος λεγόταν και πρώτος, επειδή ήταν ο πιο παλιός, ο πιο σκληρός και ο πιο πονηρός. Ο Πράσινος λεγόταν και δεύτερος, αφού ήταν νεώτερος, πιο γαλίφης και πιο αεριτζής. Ο Λιλά ερχόταν τρίτος, επειδή ήταν η ορντίναντσα των άλλων δυο και έκανε τις βρώμικες δουλειές, αλλά για να τις κάνει, χρειαζόταν κι έναν τίτλο.
Ο Βένετος λειτουργούσε τα πάντα υπό την επίφαση της σοβαρότητας και της αυστηρότητας. Ο Πράσινος είχε πιο ελαφριά διάθεση, ήταν πιο ανοιχτοχέρης. Ο Λιλά βολευόταν σε θεσούλες από δω κι από κει, έκανε τις δουλίτσες του.
Και οι τρεις ήταν κλέφτες, αλητάκια, απατεωνίσκοι και τιποτένιοι.

Δεν ξεχνώ. Δεν συγχωρώ. Δεν σιωπώ.


*Των Θάνου Αθανασιάδη & Κωνσταντίνου Νάκκα


Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...