Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Πρέβεζα - Πάτρα: Ένα τσιγάρο δρόμος *



Έβρεχε πάλι. Δεν είχε σταματήσει καθόλου εκείνη τη μέρα. Χαλούσε ο Θεός τον κόσμο. Λες και προσπαθούσε να στείλει κάποιο μήνυμα για αυτά που θα ’ρθουν. Στην αρχή είχε ξεκινήσει γλυκά, μελωδικά. Γλυκό ψιλόβροχο σαν να ’ταν φθινοπωρινό πρωτοβρόχι. Μετά, όμως, θέριεψε. Άνοιξαν οι ουρανοί. Καταιγίδα πραγματική. Οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη δημιουργώντας μια εικόνα βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας ενώ οι βροντές, που ακούγονταν χωρίς σχεδόν καμία χρονοκαθυστέρηση, έκαναν το τζάμια του σπιτιού να τρίζουν σε κάθε τους επίσκεψη.
Ο Πέτρος είχε μείνει και εκείνο το βράδυ μέσα. Εδώ και καιρό προτιμούσε την ησυχία της μοναξιάς του. Ήταν συνειδητή επιλογή περισσότερο παρά κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει. Του άρεσε να μένει μόνος, να κλείνεται στον εαυτό του και να χάνεται στις σκέψεις του.
Χάζεψε για λίγο στην τηλεόραση, παρατήρησε λίγο περισσότερο τη βροχή από το μεγάλο παράθυρο όπως έκανε από μικρό παιδί –τότε του άρεσε να πετά χάρτινες σαΐτες ενώ έβρεχε, να τις βλέπει να ταξιδεύουν στη βροχή, να προκαλεί τον εαυτό του πόσο μακριά μπορεί να πάνε– και κατέληξε, όπως κάθε φορά, στο γραφείο του. Δεν χρειάστηκε να κλείσει την πόρτα πίσω του εκείνο το βράδυ αφού η Ειρήνη, η γυναίκα του, έλειπε με τα παιδιά στους γονείς της. Θα επέστρεφε την επομένη.
Δεν άνοιξε τον υπολογιστή του αυτή την φορά. Προτίμησε να ασχοληθεί με το δέμα που είχε παραλάβει το πρωί με το ταχυδρομείο από τον φίλο του και είχε αμελήσει όλη τη μέρα να ανοίξει. Ένιωσε ξαφνικά έντονη περιέργεια για το τι περιέχει, μαζί με μια απροσδιόριστη έλξη για το άγνωστο που έκρυβε μέσα του το προσεκτικά τυλιγμένο κουτί. Ο Μιχάλης το είχε συνήθειο να χρησιμοποιεί χαρτί περιτυλίγματος στο χρώμα της άμμου, σαν αυτά που είχαν παλιά στα μπακάλικα, και να τυλίγει όλα τα δώρα που έστελνε ακόμη και αν ήταν ήδη τυλιγμένα. Έσκισε το χαρτί προσεκτικά, ανυπομονώντας για το περιεχόμενο αφού ήξερε ότι ο φίλος του είχε ιδιαίτερο γούστο και σίγουρα κάτι ενδιαφέρον θα του είχε στείλει. Απόρησε μάλιστα με τον εαυτό του που δεν το είχε ανοίξει νωρίτερα.
Βιβλία. Τίποτα λιγότερο από ό,τι περίμενε. Το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να λάβει. Του άρεσαν τα βιβλία του Πέτρου. Ειδικά τα λογοτεχνικά. Πάντα του άρεσε να διαβάζει, από μικρό παιδί που ήταν, αλλά εδώ και μερικά χρόνια είχε γίνει φανατικός, στα όρια της μανίας, αναγνώστης. Και ο Μιχάλης κατά καιρούς τού είχε χαρίσει εξαιρετικά αναγνώσματα μέσα από τα οποία ο Πέτρος ταξίδευε σε κόσμους μαγικούς, φανταστικούς, σε κόσμους άλλων εποχών, σε εποχές άλλων κόσμων, σε κόσμους που δεν είχαν ακόμη έρθει. Του είχε χαρίσει βιβλία που τον έκαναν να ανακαλύπτει τα όρια του άγνωστου και να ονειρεύεται σαν μικρό παιδί, με τη δύναμη όμως των μεγάλων και την δίψα για ζωή των ηλικιωμένων που γνωρίζουν όσο κανείς άλλος ότι η μέρα που ζουν μπορεί να είναι και η τελευταία.
Ένα από τα βιβλία που είχε λάβει του τράβηξε αμέσως την προσοχή. Το ασπρόμαυρο σκίτσο στο εξώφυλλο του κέντρισε το ενδιαφέρον αλλά ήταν το βλέμμα του προσώπου που απεικόνιζε, που τον μαγνήτισε και φυλάκισε την προσοχή του. Το πήρε στα χέρια του, το περιεργάστηκε ευλαβικά και το φυλλομέτρησε μηχανικά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν έλλειπε καμία από τις σελίδες του. Το μάτι του έπεσε στην πρώτη όπου υπήρχε μια ιδιόχειρη αφιέρωση, μια αφιέρωση γραμμένη γι’ αυτόν. Αναγνώρισε αμέσως τον ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα του φίλου του. Του έκανε μεγάλη εντύπωση –στα όρια της έκπληξης– και μόνο η ύπαρξή της. Δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε ο Μιχάλης, και αυτό το ήξερε πολύ καλά ο Πέτρος. Την είχε γράψει μάλιστα με πένα και μελάνι μπλε χρώματος -ξεκουράζει το μάτι υποστήριζε ο Μιχάλης- γεγονός που μαρτυρούσε την ιδιαίτερη σημασία που της προσέδιδε. Την διάβασε με προσοχή. «Όντως το μπλε ξεκουράζει το μάτι» είχε σκεφτεί. Κοίταξε πάλι το εξώφυλλο, κάρφωσε το βλέμμα του στο βλέμμα του άγνωστου άνδρα με την γαμψή μύτη και το αριστοκρατικό μουστάκι και το υπομούσιο, σαν να προσπαθούσε να μπει στο μυαλό του, να διαβάσει τη σκέψη του, και ψιθύρισε τον τίτλο: «Η λέσχη της αυτοκτονίας». Μετά κοίταξε ξανά την αφιέρωση: «Ένα τσιγάρο δρόμος», ξεκινούσε. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή στο άκουσμα μιας ακόμη βροντής που ταρακούνησε το σπίτι δονώντας το κορμί του. Πρέπει να είχε πέσει πολύ κοντά αυτή τη φορά ο κεραυνός. Συνέχισε να διαβάζει την αφιέρωση. Ξαφνικά σκοτείνιασε. «Λίγο πριν το τέλος του Γενάρη._» έγραφε ο Μιχάλης με τελεία και παύλα στο τέλος. «Λίγο πριν το τέλος του Γενάρη» επανέλαβε ξέπνοα ο Πέτρος κλείνοντας τα μάτι του. Ένιωσε τον κόσμο γύρω του να χάνεται.
Πήγε να ανοίξει τον υπολογιστή του, όπου είχε αποθηκευμένα τα αγαπημένα του μουσικά άλμπουμ αλλά το μετάνιωσε. Ήταν επικίνδυνο με τις πτώσεις της τάσης. Είχε ήδη κάψει έναν πριν καιρό και δεν ήθελε να την πάθει πάλι. Προτίμησε να εμπιστευτεί το παλιό ραδιοφωνάκι που είχε στην βιβλιοθήκη του. «Προπολεμικό» το χαρακτήριζε η Ειρήνη. Ίσως και να ήταν αλλά την δουλειά του την έκανε και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα μάλιστα. Γύρισε τη βελόνα με αργό, σταθερό ρυθμό και σταμάτησε στον πρώτο σταθμό που μπορούσε να ακούσει καθαρά. Ήθελε να έχει παρέα, ήθελε για παρέα του τη μουσική. Τον βοηθούσε να σκέφτεται καθαρά. Το είχε ιδιαίτερη ανάγκη μετά από αυτό που είχε διαβάσει, έπειτα από ό,τι είχε σκεφτεί, μετά από ό,τι φοβόταν. Ένιωθε ότι το χρωστούσε στον φίλο του να παραμείνει ήρεμος και να σκεφτεί καθαρά. Μια υπέροχη μελωδία απλώθηκε το δωμάτιο. Μόνο τυχαίο δεν ήταν το τραγούδι που έπαιζε. Ήταν λες και το σύμπαν, εκείνη τι μικρή στιγμή, σε εκείνο το μικρό δωμάτιο να είχε συνωμοτήσει για έναν μεγάλο σκοπό, –επιβεβαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο στη Ζωή.
Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και άναψε ένα. Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα, βυθίστηκε στην πολυθρόνα του και χάθηκε στις σκέψεις του.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε ακούσει το ίδιο κομμάτι. «The More we Possess, the Less we Own of Ourselves» τραγουδούσε ο Brett Anderson με την ιδιαίτερη φωνή του. Πέμπτη βράδυ ήταν τότε, γύρω στις 11. Έβρεχε και τότε. Είχε πάει θυμάται στο γραφείο του Μιχάλη. Του το είχε βάλει να παίξει γιατί δεν το ήξερε, ούτε το είχε ξανακούσει. Ήταν και αυτό ένα από τα πολλά που δεν ήξερε - ή μήπως ένα από τα πολλά που δεν ήξερε ότι ήξερε, όπως έλεγε πυκνά συχνά ο Μιχάλης. Είχε εντυπωσιαστεί στο άκουσμά του, τον είχε ταξιδέψει η μελωδία του, είχε μαγευτεί από τους στίχους του. Καθαρή ποίηση τού είχε φανεί.
Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν το είχε ακούσει. Του είχε βάλει να ακούσει και άλλα κομμάτια τού ίδιου καλλιτέχνη, από τη νεανική του δισκογραφία. Τότε ήταν που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό ο Πέτρος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ο ίδιος από τον οποίο είχε τώρα εντυπωσιαστεί. Δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη, την μεταμόρφωσή του. Μεταμόρφωση που είχε συντελεστεί στον δημιουργό και είχε εν συνεχεία καθορίσει το δημιούργημα, παντρεύοντας είδη φαινομενικά αταίριαστα, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στον κόσμο της Μουσικής, οδηγώντας την τελειότητα στα όρια της.
Συνειδητοποιώντας ο Πέτρος τη διαφορά των παλιών ακουσμάτων από το νέο, είχε σκεφτεί ότι ο Χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια. Επενεργούσε με διαφορετικό, σχεδόν μαγικό, τρόπο στον καθένα. Αρκεί να τον σέβεται, χωρίς όμως να τον φοβάται. Σε ορισμένες περιπτώσεις το πέρασμά του γεράζει, φθείρει τον άνθρωπο και τον ξεπερνά ενώ σε άλλες τον ωριμάζει, τον αναγεννά και τον ακολουθεί. Τα είχε πει, θυμήθηκε, αυτά στον Μιχάλη και αυτός είχε χαμογελάσει. Η περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη πίστευε ότι ήταν μία από αυτές που ο χρόνος είχε φανεί γενναιόδωρος.
Τράβηξε άλλη μια τζούρα ο Πέτρος καθώς βυθιζόταν ακόμη περισσότερο στις σκέψεις του.
Είχαν κουβεντιάσει, θυμήθηκε, αρκετά εκείνο το βράδυ, καθισμένοι στις ίδιες πάντα θέσεις, πίνοντας τα ίδια όπως πάντα «βαριά» ποτά -coca-cola λάιτ ο Μιχάλης, λεμονάδα Fanta αυτός- καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Ο Μιχάλης τού εξηγούσε για την αφετηρία του καλλιτέχνη, τη διαδρομή του, τα εμπόδια που αντιμετώπισε και προφανώς είχε ξεπεράσει, τις δυνατότητες εξέλιξης που πάντα είχε αλλά ποτέ δεν ήξερε, τις στρατηγικές υποχώρησης που χρειάστηκε να ακολουθήσει στην λογική «κάνω πίσω για να πάρω φόρα», το Αύριο που δεν θα ερχόταν ποτέ αν σταματούσε στο Χθες του. Αυτό το τελευταίο τού είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση του Πέτρου. Από τότε είχε χαραχτεί στο μυαλό του. Τον είχε σημαδεύσει και έμελε, αργότερα, να αλλάξει τη ζωή του.
Του τα εξηγούσε όλα αυτά του Πέτρου. Του έλεγε για τον καλλιτέχνη και την επίδρασή του στη Μουσική, για την επίδραση της Μουσικής στον ακροατή, για την επίδραση της μεταμόρφωσης του δημιουργού στον καθημερινό άνθρωπο, για τη μουσική ως όχημα σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων, για τη Μουσική ως αγώνα για ζωή, ως Παράδειγμα ζωής. Εξηγούσε ο Μιχάλης, άκουγε ο Πέτρος. Ρωτούσε ο Πέτρος, συνέχιζε ο Μιχάλης. Μια διαρκής εναλλαγή, μια αδιάκοπη κίνηση που οδηγούσε στην ισορροπία της συνύπαρξης, στην συμπλήρωση δύο κόσμων.
Κάπως έτσι θυμάται ότι περνούσε η ώρα και το μόνο που ηχούσε παράφωνα στον μικρόκοσμό τους ήταν τα τηλέφωνα που χτυπούσαν σποραδικά θυμίζοντάς τους ότι έχουν και από ένα σπίτι που πρέπει κάποια στιγμή να πάνε, ότι έχουν από μια γυναίκα που τους περιμένει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα γιατί φοβάται να κοιμηθεί μόνη, ότι έχουν από δυο παιδιά που φωνάζουν τον μπαμπά τους όταν ξυπνάνε τρομαγμένα από άσχημο όνειρο καθώς αναζητούν την αγκαλιά του.
Τον ακριβή διάλογό του με τον Μιχάλη τον θυμάται μάλλον στο περίπου, αλλά δεν τον νοιάζει. Δεν θεωρεί πλέον, μετά από τόσο καιρό, ότι έχουν και τόσο μεγάλη σημασία τα ακριβή λόγια που ειπώθηκαν, οι συγκεκριμένες κουβέντες που αντάλλαξαν.
Αξία πια για αυτόν έχουν τα συναισθήματα που του προκάλεσαν, οι σκέψεις που του γέννησαν, οι προοπτικές που διαφάνηκαν. Αξία πια για τον Πέτρο έχουν οι «μεταφράσεις» που έγιναν όσο και αν οι σειρήνες της αντεστραμμένης πραγματικότητας δίνουν αγώνα και παραπλανούν κάνοντας λόγο για όντα «χαμένα στη μετάφραση», όντα που αποζητούν την βολή τους στο κενό της ύπαρξης δίχως Ουσία, χωρίς Σκοπό, δίχως Αύριο.
Όλα αυτά μια Πέμπτη βράδυ που έβρεχε, σε ένα γραφείο γεμάτο καπνό και διάθεση για ζωή, με αφορμή ένα τραγούδι ενός άγνωστου μέχρι τότε στον Πέτρο καλλιτέχνη. Όλα αυτά, από ένα τραγούδι, όλα αυτά σε ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι που έμελε…. να σημαδεύσει τη ζωή του.
Κάθε φορά που το ακούει αυτό το τραγούδι θυμάται. Έρχονται όλα στο μυαλό του, πλημμυρίζουν το Είναι του, κατευθύνουν τον Εγώ του. Ευχαριστεί τον Μιχάλη γι' αυτό. Μεταξύ όλων των άλλων, τον ευχαριστεί ιδιαίτερα γι’ αυτό.
Τραβά μια ακόμη τζούρα από το τσιγάρο του και εκπνέει τον καπνό σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο που όλο και μεγαλώνει μέχρι που χάνεται στον χώρο.

Δεν είχαν περάσει πάνω από 6 μήνες, θυμάται τώρα. Είχε κλειδωθεί στο γραφείο του αποφασισμένος. Τώρα που το ξανασκέφτεται, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί είχε κλειδώσει αφού είχε βρει μια ψευτοδικαιολογία και είχε ξεφορτωθεί την Ειρήνη και τα παιδιά του εκείνο το βράδυ. Ίσως είχε κλειδώσει , σκέφτεται, για να μην το σκάσει από το πεπρωμένο του και χαμογελά στην ιδέα. Δεν ήθελε να είναι κανένας στο σπίτι την κρίσιμη ώρα. Δεν ήθελε ένα απρόσμενο τυχαίο γεγονός, μια τρυφερή συντροφική κουβέντα, ένα αθώο παιδικό βλέμμα, μια αθώα χαρούμενη φωνή, ένα παιδικό κλάμα να του ανατρέψουν τα σχέδια. Ήταν, θυμάται, αποφασισμένος. Θα έφτανε αυτή τη φορά μέχρι το τέλος. Θα έδινε λύση στα προβλήματά του.
Είχε κανονίσει τις «τεχνικές» λεπτομέρειες σε μια επίσκεψή του στα στενά της Ομόνοιας. Ένα περίστροφο, το πιο φθηνό που είχε βρει, και έξι σφαίρες, αν και μία θα ήταν αρκετή για τη δουλειά που το ήθελε, ήταν τα σύνεργα της επιτυχίας, ήταν το διαβατήριο στην λύτρωση.
Καθόταν και τότε στην ίδια πολυθρόνα. Το ίδιο παλιό ραδιοφωνάκι έπαιζε και τότε. Είχε μπροστά του το γεμάτο περίστροφο και το κοίταζε για ώρα πολύ προσπαθώντας να βρει τη δύναμη –δύναμη πίστευε τότε ότι χρειαζόταν- να προχωρήσει. Είχε καταφέρει, θυμάται, μετά από ώρα να απλώσει το χέρι του, είχε πιάσει το περίστροφο, είχε ακουμπήσει την κάνη στον κρόταφο, είχε βάλει το δάχτυλό του στη σκανδάλη και ήταν έτοιμος, έτοιμος και αποφασισμένος. Είχε καταφέρει να μην σκέφτεται τίποτα, να μην μολύνει τη στιγμή με όμορφες θύμησες της ζωής του και αλλάξει γνώμη. Μια απλή κίνηση του έμενε ακόμη, η καθοριστική. Ένα απαλό τράβηγμα της σκανδάλης, ένα κλακ και μετά… μπαμ, και όλα του τα βάσανα θα τελείωναν μονομιάς.
Τότε ήταν που είχε ακουστεί από τον ραδιοφωνικό σταθμό που και τότε τυχαία είχε βάλει να παίζει, το «The More we Possess, the Less we Own of Ourselves». Η στιγμή τού είχε φανεί αιώνας. Η θύμηση του πρώτου ακούσματος είχε πέσει σαν κεραυνός στο μυαλό του. Με την ταχύτητα του φωτός πέρασε από μπροστά του εκείνο το βράδυ, η κουβέντα με τον Μιχάλη, η αποκάλυψη της μεταμόρφωσης, η προοπτική της αλλαγής. Θυμήθηκε τα λόγια που είχαν ανταλλάξει, την φράση που είχε σημαδέψει εκείνη τη βραδιά και που τώρα θα κλόνιζε το Είναι του, θα κλόνιζε την ανυπαρξία του: «το Αύριο δεν θα έρθει ποτέ αν σταματήσεις στο Χθες». «Το Αύριο δεν θα έρθει ποτέ» σκεφτόταν και ήταν, θυμάται, το μόνο που κυριαρχούσε στο μυαλό του. Το Αύριο σκέφτηκε, των παιδιών του, της Ειρήνης, των δικών του ανθρώπων, το δικό του. Σκέφτηκε το δικό του Αύριο και…. Δεν ήταν λύση να μείνει στο Χθες, αποφάσισε, και να δώσει τέλος στη ζωή του. Δεν ήταν λύση να στρέψει το θυμό και την αγανάκτησή του γι’ αυτά που ζούσε στον εαυτό του. Δεν ήταν λύση να τιμωρήσει τον εαυτό του για τα δεινά που τον είχαν βρει, για τα λάθη των άλλων. Θέλει πιο πολύ δύναμη να ζήσεις και να αλλάξεις τον κόσμο από το να τον εγκαταλείψεις είχε αναλογιστεί.
Σαν να είχε ξυπνήσει από κακό όνειρο. Σαν να είχε βγει από το λήθαργο. Είχε Δει μέσα του την Αλήθεια, είχε Δει το Αύριο. Ήθελε να Ζήσει και θα Ζούσε.
Ένιωσε κρύα την κάνη στο δέρμα του. Κατέβασε το χέρι του. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα καθόταν σε εκείνη την στάση με το όπλο σηκωμένο να σημαδεύει τη σκέψη του, σίγουρα όμως αρκετή. Το μαρτυρούσε ο πόνος στο χέρι του και το στρογγυλό σημάδι από την κάνη στον κρόταφό του. Ένας καταρράκτης δακρύων είχε πλημμυρίσει το πρόσωπό του καθώς έκλαιγε με αναφιλητά. Ήταν δάκρυα λύτρωσης αυτά που έχυνε καθώς συγχωρούσε τον εαυτό του για το παρελθόν που δεν έζησε. Μια νέα μέρα ξημέρωνε για αυτόν μέσα στην νύχτα. Θα τα άλλαζε όλα, ήταν αποφασισμένος. Θα ζούσε.
Το περίστροφο, θυμάται, το είχε ξεφορτωθεί την επομένη κιόλας πετώντας τα κομμάτια του σε διαφορετικούς υπονόμους. Το ίδιο είχε κάνει και με τις σφαίρες, εκτός από μία. Είχε αποφασίσει να κρατήσει την σωτήρια σφαίρα, αυτή που ποτέ δεν χρησιμοποίησε, εις ανάμνησιν του γεγονότος της φώτισης. Την είχε ασφαλίσει σε ένα μικρό μεταλλικό κουτί που το είχε κρύψει στα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, πίσω από τα λιγότερο χρησιμοποιημένα βιβλία.

Το τσιγάρο έσβησε μόνο του αφού έφτασε στη γόπα χωρίς να το καταλάβει. Πήγε να ανάψει άλλο αλλά το μετάνιωσε. Έπιασε το στυλό του και άνοιξε το μπλοκ με τα επιστολόχαρτα.
Ένιωσε ότι σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, ήταν η σειρά του να ξεπληρώσει τη διαφώτιση που είχε δεχτεί από το Μιχάλη, ήταν η σειρά του να ανταποδώσει τη χάρη που τότε του είχε κάνει - αν και πίστευε ότι μεταξύ φίλων δεν υπάρχουν χάρες, πόσο μάλλον δεν υπάρχει διαδικασία ανταπόδοσης.
Ακουμπά το στυλό στο χαρτί και ξεκινά να γράφει. Νιώθει το χέρι του να τρέμει ή μήπως τρέμει αυτός στην σκέψη που τριβελίζει το μυαλό του. Θυμάται πάλι την αφιέρωση. «Λίγο πριν το τέλος του Γενάρη._». Θυμάται τον τίτλο του βιβλίου: «Η λέσχη της αυτοκτονίας». Ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Άλλος ένας κεραυνός έπεσε κάπου κοντά κάνοντας τη νύχτα μέρα φωτίζοντας το δωμάτιο. Ακόμη μία βροντή έκανε τα τζάμια να τρίξουν.
Γραφεί τις λέξεις ξερά, τη μία μετά την άλλη, σαν υπνωτισμένος μέσα στην αγωνία της σκέψης ότι ο φίλος του σκοπεύει να δώσει ένα τέλος στη ζωή του.
«Μιχάλη,
Δεν είναι βέβαια Πέμπτη βράδυ όπως τότε, αλλά τι σημασία έχει; Δεν θα σου πω από κοντά όλα όσα θέλω, αλλά ούτε και αυτό έχει σημασία, ούτε και χρειάζεται άλλωστε. Μπορείς μόνο να βάλεις να παίξει το ίδιο κομμάτι που έπαιζε και τότε, το τραγούδι με το οποίο γνώρισα τη Μεταμόρφωση, το αγαπημένο μου του Brett.
Θα το ακούσεις και θα θυμηθείς. Θα θυμηθείς και θα καταλάβεις. Θα καταλάβεις και θα …συνεχίσεις.
Το Αύριο δεν θα έρθει ποτέ αν σταματήσεις στο Χθες...»
Δεν είχε προσέξει πόσο αχνά ήταν τα γράμματα στο χαρτί. Το κατάλαβε όταν το στυλό σταμάτησε από μόνο του να γράφει. Σταμάτησε και αυτός. «Γκαντεμιά», μονολόγησε. Είχε τελειώσει το μελάνι και δεν είχε άλλο πρόχειρο. «Γρουσουζιά», σκέφτηκε και σκοτείνιασε ακόμη πιο πολύ στη σκέψη ότι μπορεί να μην προλάβει. Θα συνέχιζε την επομένη την επιστολή του.
Σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκε στο τηλέφωνο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα πλέον και το πιο πιθανό ήταν ο Μιχάλης να κοιμάται. Σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε. «Ποιος είναι;» ακούστηκε ο Μιχάλης από την πλευρά του τηλεφώνου. «Μιχάλη», είπε ο Πέτρος χωρίς να καλησπερίσει ή να δικαιολογηθεί για την ώρα. Δεν ήθελε να δώσει κανένα περιθώριο στον φίλο του να μιλήσει. «Άνοιξα πριν λίγο το δώρο σου και…» δίστασε για λίγα δευτερόλεπτα. Η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος. «Μιχάλη» συνέχισε, «διάβασα την αφιέρωση και ….και σου έγραψα κάτι που θέλω να σου στείλω. Θέλω να το διαβάσεις προσεκτικά. Είναι πολύ σημαντικό για μένα. Θα το διαβάσεις Μιχάλη; Υπόσχεσαι ότι θα περιμένεις; … Υποσχέσου ότι θα περιμένεις να το διαβάσεις.».
Ο Μιχάλης δεν έλεγε τίποτα. Σαν να περίμενε τη συνέχεια, σαν να σκεφτόταν την απάντηση. Μπορεί όντως να σκεφτόταν, μπορεί και να είχε αιφνιδιαστεί από το απρόσμενο τηλεφώνημα του φίλου του ή απλά να μισοκοιμόταν ακόμη. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα είπε ένα άτονο «ναι, θα περιμένω». Ήταν το μόνο που είπαν και έκλεισαν το τηλέφωνο. Αυτό ήταν αρκετό. Ήξερε ότι θα περιμένει. Είχε προλάβει.
Ο Πέτρος κοίταξε προς το παράθυρο. Εδώ και λίγη ώρα δεν είχε δει αστραπές ούτε είχε ακούσει άλλες βροντές. Πλησίασε και κοίταξε έξω. Είχε σταματήσει να βρέχει. Διέκρινε μάλιστα τα αστέρια στον ουρανό καθώς τα σύννεφα είχαν χαθεί. «Θα έχει ήλιο αύριο» σκέφτηκε και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
Το χαμόγελο είχε γίνει πλέον έντονο φωτίζοντας όλο του το πρόσωπο καθώς άναβε το επόμενο τσιγάρο του. «Ένα τσιγάρο δρόμος» σκέφτηκε «από τον βροχερό στον έναστρο ουρανό. Ένα τσιγάρο δρόμος πριν ο ήλιος ανατείλει».
Ένα τσιγάρο δρόμος…

  

* Του Κωνσταντίνου Νάκκα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...