Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Κρυφτείτε ωρέεε *




Ένα ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής, κάπου στην Κρήτη, μαζεύτηκαν πολλοί – σχεδόν όλοι, μετά την εκκλησία, στο κεντρικό καφενείο της Χώρας για τον κυριακάτικο καφέ τους.
Ήταν εκεί όλοι οι εκπρόσωποι των κοινωνικο-επαγγελματικών κλάδων εκείνου του τόπου. Αγρότες, μηχανικοί, γιατροί, δάσκαλοι, έμποροι, ψαράδες, δικαστές, δικηγόροι… και τελειωμό δεν έχει ο κατάλογος.
Και μαζί με τα χωρατά και τα πειράγματα, πιάσανε κουβέντα αριστοτελικώς πολιτική. Καθένας έλεγε την χαρά και τον καημό του, την επιτυχία αλλά και την αποτυχία του, την αλήθεια του, το ψέμα του αλλά και την αλήθεια και το ψέμα του άλλου. Το μακρύ του και το κοντό του, δηλαδή.
Όλοι μιλούσαν με σύνεση και όλοι άκουγαν με σεβασμό.
Έπειτα από ώρα αρκετή, και αφού μετά τους πρώτους καφέδες άρχισαν τις ρακές, η κουβέντα θέριεψε, τα αίματα άναψαν για τα καλά, και η σύνεση και ο σεβασμός έδωσε τόπο στον θυμό και τις φωνές. Είχαν καταλήξει από μια μεγάλη παρέα σε μικρές ομάδες που η καθεμιά μόνο μίλαγε και δεν άκουγε, που καθεμιά νοιαζόταν για το δίκαιο μόνο τού λόγου της εις βάρος του δικαίου των άλλων.
Και ξαφνικά, μέσα στη βαβούρα την εκκωφαντική, ακούστηκε δυνατά, ήρεμη η φωνή ενός γέροντα κρητίκαρου, δυο μέτρα θεριό, που κανένας δεν είχε προσέξει μέχρι την στιγμή εκείνη την ύπαρξή του, να λέει:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένα κρητικός ότι ούλοι οι κρητικοί είναι ψεύτες.»
Αυτό μόνο είπε και τίποτα άλλο. Και μετά από αυτό σηκώθηκε από την καρέκλα του και με λεβέντικη περπατησιά, παράταιρη για την ηλικία του, έφυγε.
Και τότε ήταν που οι φωνές και η φασαρία κόπηκαν μαχαίρι και νεκρική σιωπή απλώθηκε στον καφενέ.
Μετά από λίγα λεπτά σηκώθηκε από τη θέση του ο Αγρότης και είπε δυνατά, περήφανα:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Αγρότης ότι ούλοι οι Αγρότες είναι ψεύτες.»
Αυτό μόνο είπε και τίποτα άλλο. Και έφυγε.
Αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του ο Μηχανικός και είπε δυνατά, περήφανα:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Μηχανικός ότι ούλοι οι Μηχανικοί είναι ψεύτες.»
Αυτό μόνο είπε και έφυγε.
Στη συνέχεια σηκώθηκε από τη θέση του ο Γιατρός και είπε δυνατά:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Γιατρός ότι ούλοι οι Γιατροί είναι ψεύτες.»
Αυτό είπε και έφυγε.
Στη συνέχεια σηκώθηκε από τη θέση του ο Δάσκαλος και είπε:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Δάσκαλος ότι ούλοι οι Δάσκαλοι είναι ψεύτες.»
Αυτό είπε και έφυγε.
Έπειτα σηκώθηκε από τη θέση του ο Δικηγόρος και είπε:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Δικηγόρος ότι ούλοι οι Δικηγόροι είναι ψεύτες.»
Αυτό μόνο είπε και έφυγε περήφανα.
Μετά σηκώθηκαν από τη θέση τους, με τη σειρά, ο Έμπορος, ο Δικαστής, ο Ψαράς… όλοι όσοι ήταν στον καφενέ και είπαν ο ένας μετά τον άλλο όλοι τους το ίδιο:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι ένας Έμπορος, Δικαστής, Ψαράς ότι ούλοι οι Έμποροι, Δικαστές, Ψαράδες κτλ είναι ψεύτες.»
Αυτό μονάχα είπαν και τίποτε άλλο και έφυγαν με τη σειρά όπως το είπαν.

Και άκουσε όλη αυτή την κουβέντα το Ψέμα, που είναι πανταχού παρόν, και σε μια στιγμή ηθικής αδυναμία, είπε δυνατά, περήφανα:
«Είπεν ωρέ σύντεκνοι το Ψέμα, ότι ούλοι οι Ψεύτες λένε την Αλήθεια».
Και άκουσε και η Αλήθεια, που και αυτή είναι πανταχού παρούσα και αχώριστη εχθρός με το Ψέμα, όλη την κουβέντα αλλά και την κουβέντα που είπε το Ψέμα, και σε μια στιγμή μεγαλοσύνης παραδέχτηκε μεγαλόφωνα:
«Το Ψέμα λέγει την Αλήθεια».
Μπορεί πια ο καφενές να ήταν άδειος αλλά όλοι οι Άνθρωποι, με κάποιον ανεξήγητα μαγικό τρόπο άκουσαν τόσο τα λόγια που το Ψέμα είπε όσο και λόγια της Αλήθειας και άρχισαν να πιστεύουν ως Αλήθεια το κάθε Ψέμα αλλά και την κάθε Αλήθεια ως Ψέμα.
Και κάπως έτσι χάθηκε η εμπιστοσύνη μεταξύ των Ανθρώπων και όλοι άρχισαν να πιστεύουν τα πάντα και ταυτόχρονά κανείς να μην πιστεύει τίποτα.
Και τότε ήταν που σιώπησε η Θεά Αθηνά και κρύφτηκε από ντροπή σε μέρος άγνωστο από τους κοινούς θνητούς...
 

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...