Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Πραγματικότητες *



(Δημοσιεύθηκε στις 7/8/2012 στο https://www.facebook.com/constantinos.nakkas.9 &
στις 24/8/2012 στο www.pamepreveza.gr)
Γράφει ο Κωνσταντίνος Νάκκας, προλογίζει ο Θάνος Αθανασιάδης


Πώς να προλογίσει κανείς ένα εικονοκλαστικό κείμενο; Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο θα πρέπει να αναδείξει; Πόσο δυσκολότερο γίνεται το έργο του εισαγωγέα, όταν το κείμενο καίει; Πώς να ξεστομίσει κανείς όλα, όσα γίνονται, όλα, όσα έγιναν;
Η ανάλυση που ακολουθεί, το επιστημονικό της βάρος, τα πορίσματα , στα οποία καταλήγει ο κύριος Νάκκας, ίσως δεν αφορούν το μέσο Έλληνα πολίτη, ο οποίος πρέπει να σκεφτεί πώς θα ταΐσει τα παιδιά του αύριο.
Ίσως πάλι να είναι το μόνο πράγμα, το οποίο θα πρέπει να τον ενδιαφέρει. Δεν σκοτώνεις το δράκο ξύνοντάς του τα νύχια, για το κεφάλι πας.
Η συγκυβέρνηση των τριών προχωράει στα χείριστα. Δε χάνει καιρό, παρουσιάζει τα δεδομένα, όπως τα παρουσίαζε και πριν τα γεγονότα του Ιανουαρίου, διαλύει αντιστάσεις, οι οποίες γεννήθηκαν μέσα στο εξάμηνο που μας πέρασε, εξαφανίζει την ελπίδα, η οποία δημιουργήθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, καταστρέφει τα πάντα, ώστε οι Γερμανοί να ξανάρθουν.
Αυτή η βιασύνη δικαιολογείται, κατά πώς λέγεται, από την έξωθεν πίεση, για να πάρουμε τη δόση, για να φανούμε καλοί, για να μην αντιμετωπίσουμε το φάσμα της φτώχειας.
Μόλις προχθές συμφωνήθηκαν εκ νέου τα μέτρα των 11,5 δις, τα οποία είχαν συμφωνηθεί ήδη από το Φεβρουάριο, αλλά θα ανακοινωθούν το Σεπτέμβριο. Πολιτικό ατόπημα η στρατηγική του κρυμμένου μυστικού και κανείς δε μιλάει. Πολιτική αμνησία η ύπαρξη συμφωνίας ήδη από το Φεβρουάριο και κανείς δε μιλάει. Πολιτικό παραστράτημα η ύπαρξη ανθελλήνων στην ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας του.
Γιατί βιάζονται; Τι τους πιέζει πράγματι; Έφτασαν σε ειδικού βάρους χρονικό σημείο με δύο ταχύτητες: Μία με αυτή του σαλίγκαρου και μία με της Φερράρι. Αυτό το σκωτσέζικο ντουζ φαίνεται να μην έχει σταματημό, δημιουργεί φαινόμενα παραλογισμού και αποπροσανατολισμού. Αν κανείς το δει από κάποια απόσταση, είναι σα να βλέπει μια ενορχηστρωμένη παρωδία όπερας, με κακή υψίφωνο, με υπολειπόμενους μεσόφωνους, με ανύπαρκτους βαρύτονους, χωρίς διευθυντή ορχήστρας, χωρίς τέλος, χωρίς αρχή. 
Είναι πράγματι έτσι; Υπάρχει περίπτωση να ισχύουν τα σενάρια περί την ανάγκη να χρεωθεί η χώρα με συνταγματική κατοχύρωση από εκείνη την Αναθεωρητική Βουλή που έρχεται στον Ιούνιο του ’13, κι ας φαίνεται πολύ μακρινό αυτή τη στιγμή το επόμενο καλοκαίρι; 77 νομικά κείμενα και αντίστοιχα διοικητικά μέτρα ζήτησε σήμερα ο Υπουργός των Οικονομικών. Αυτό σημαίνει ότι, χωρίς αυτά, όλη αυτή η ταχύτατη διαδικασία δε μπορεί να περπατήσει.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 77 προβλέψεις ενάντια σε αυτό που ο Υπουργός των Οικονομικών προσπαθεί να κάνει. Σήμερα, όχι αφού περάσουν οι ρυθμίσεις.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Ελληνικός Λαός εκπροσωπείται από μείζονα πλειοψηφία: Συγκυβέρνηση των τριών, ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπροσωπείας των Ελλήνων εντός Βουλής. Σε απλούστερα Ελληνικά, όσο κι αν ακούγεται μνησίκακο, κάθε ψηφοφόρος των τριών συγκυβερνώντων οφείλει να ανεχθεί τον αντιπολιτευόμενο να του λέει «ήθελές τα και παθέ τα».
Αν τα τρία κείμενα  - ναι, δεν είναι ένα, ε ξου και το μέγεθος του εισαγωγικού τούτου κειμένου, λένε την επιστημονική, κοινωνική και μαθηματική – στατιστική αλήθεια, οι πολίτες που πιστεύουν ότι πρέπει να σιωπήσουν, ίσως σφάλλουν.
Αν έσφαλαν εκείνοι, σήμερα που τα πράγματα δείχνουν από μόνα τους πού οδεύουν, τούτο δε σημαίνει ότι ήσαν τόσοι πολλοί.
Μην κάνετε εκπτώσεις, εσείς οι νικητές, διαβάστε και τα τρία, δεν είναι τόσο δύσκολα, όσο φαντάζεστε. Ίσως, σήμερα που ξέρετε ότι κάνατε λάθος, σας δώσουν τη δικαιολογία να αποχωρήσετε με ευπρέπεια
Μην φυγοπονήσετε οι αναχωρητές, οι αποσχόντες, ίσως διαπιστώσετε ότι δε βαρεθήκαμε όλοι μαζί, ίσως σας δοθεί άλλη μια ευκαιρία.
Μην αμελήσετε να ελέγξετε, εσείς οι έσχατοι. Ίσως διαπιστώσετε ότι σας προτίμησαν περισσότεροι, από όσους είδατε με τα μάτια σας να βγαίνουν από τις κάλπες.
Αν τα τρία κείμενα που ακολουθούν είναι ορθά, ίσως αυτοί οι νικητές που βιάστηκαν να ανοίξουν το Κουτί της Πανδώρας και το κρατούν πεισματικά ανοιχτό, υποχρεωθούν να μπουν μέσα σε αυτό, με όποιο δεινό έχει απομείνει.
Την προσοχή σας, παρακαλώ.


Μυστικές δημοσκοπήσεις vs Exit Poll vs Exit Polls vs Εκλογές
Η νίκη [sic] της Δημοκρατίας [sic]

Σε κάθε εκλογική μάχη του παρελθόντος όλοι οι πολίτες, είτε είχαν συμμετάσχει είτε όχι στην εκλογική διαδικασία, περίμεναν με ενδιαφέρον και περιέργεια τα περίφημα exit polls.
Δεν ξέρω αν τον προσέξατε τον πληθυντικό, αλλά περίμεναν τα exit polls και όχι το exit poll. Το φαινόμενο του ενός και μοναδικού exit poll θα έλεγα ότι αποτελεί «φρούτο» των καιρών. Το τι είδους «φρούτο» είναι ακριβώς, ο χρόνος θα το δείξει.
Πρέπει, όμως, κατά τη γνώμη μου, να προσέξουμε ορισμένα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Δημοκρατίας (θα επιμείνω ρομαντικά στη λειτουργία της Δημοκρατίας παρά τις αποδείξεις των καιρών για την υπονόμευσή της).
Σύμφωνα με τους νόμους της χώρας μας δεν επιτρέπεται η δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται λίγα εικοσιτετράωρα πριν την ημέρα των εκλογών. Επιτρέπεται όμως η διενέργειά τους. Τα αποτελέσματά τους γίνονται γνωστά στους Έλληνες πολίτες (και όχι στο εκλογικό σώμα αφού κατά την γνωστοποίησή τους το εκλογικό σώμα δεν υφίσταται ως τέτοιο) μόνο μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας.
Τα exit polls (στην περίπτωσή μας exit poll) διενεργούνται την ημέρα των εκλογών, σε στατιστικά σταθμισμένα, αντιπροσωπευτικά επιλεγμένα εκλογικά τμήματα. Κύριο, μεταξύ των άλλων, στόχο έχουν να προβλέψουν, εφαρμόζοντας τις επιστημονικές μεθόδους της στατιστικής ανάλυσης, το εκλογικό αποτέλεσμα. Πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος άμεση, έγκυρη και αδιαμφισβήτητη, αμέσως με την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας. Στόχο έχουν, δηλαδή, να προβλέψουν με ισχυρή πιθανότητα (μη μιλήσουμε ξεκάθαρα για βεβαιότητα και προσβάλουμε την ίδια την εκλογική διαδικασία που αποτελεί και το σκοπό της ύπαρξής τους), που φτάνει στα επίπεδα της βεβαιότητας, «τι θα βγάλει η κάλπη».
Και πάντα έτσι συμβαίνει. Τα exit polls «πετυχαίνουν» το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών με απόκλιση σχεδόν μηδενική. Και έτσι, η επιστημονική εγκυρότητα των στατιστικών μεθόδων ανάλυσης για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται εκ του αποτελέσματος.
Είναι όμως το αποτέλεσμα των εκλογών που επιβεβαιώνει την εγκυρότητα των επιστημονικών μεθόδων διενέργειας των exit polls ή είναι η εγκυρότητα των επιστημονικών μεθόδων των exit polls που επιβεβαιώνει το αποτέλεσμα των εκλογών;
Μα φυσικά, σε μια ευνομούμενη πολιτεία όπου η Δημοκρατία χαρακτηρίζει το πολίτευμα, ο Λαός κυριαρχεί και οι Πολιτικές παρατάξεις (για λόγους αρχής δεν θα χρησιμοποιήσω τον όρο κόμματα που υποβιβάζει εμάς τους ψηφοφόρους σε άβουλες οντότητες) ασκούν Πολιτική υπέρ του Λαού και για το Λαό, η απάντηση είναι αυτονόητη. Το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την επιστημονική εγκυρότητα των exit polls.
Σε αυτό συνηγορούν και οι δημοσκοπήσεις που είχαν διενεργηθεί κατά της διάρκεια της «απαγόρευσης», των οποίων τα αποτελέσματα ανακοινώνονται μετά τις εκλογές και ταυτίζονται πλήρως - μέχρι κεραίας - τόσο με το εκλογικό αποτέλεσμα (που είναι και το ζητούμενο) όσο και με τα αποτελέσματα των exit polls ( κάτι που πρέπει φυσικά να αναγνωρίζεται, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, δουλειά είναι και αυτή και πρέπει να αξιολογείται προκειμένου να αμείβεται δίκαια).
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που τα exit polls δεν είναι exit polls αλλά exit poll;
Η απόφαση των εταιρειών δημοσκοπήσεων να ενώσουν τις δυνάμεις τους, τις επιστημονικές τους μεθόδους αλλά, και λόγω κρίσης, τους προϋπολογισμούς τους, οδηγεί σε ακόμη πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα. Το ένα και μοναδικό exit poll ακριβώς επειδή είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας διαφορετικών εταιρειών (θυμηθείτε το κλασικό: 29 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν …), οδηγεί αναπόφευκτα στην επιτυχία της επιστημονικής μεθόδου και κατ’ επέκταση στην επιτυχία της πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος, που είναι και ο στόχος. Καμία αμφισβήτηση επί του αποτελέσματος. Είναι επιστημονικό. Οποιαδήποτε σκιά πολύ γρήγορα εξαφανίζεται από τη στιγμή που στο προσκήνιο εμφανίζονται οι δημοσκοπήσεις της «απαγορευμένης» περιόδου, που εκ των υστέρων, αλλά εκ προοιμίου, νομιμοποιούν την πρόβλεψη. Και δεν ξεχνάμε την κάλπη. Αυτή και αν είναι απόδειξη επιτυχίας της πρόβλεψης των εταιρειών δημοσκοπήσεων, που ενωμένες διενέργησαν το ένα και μοναδικό exit poll
Τι θα γινόταν όμως αν οι δημοσκοπήσεις κατά την «απαγόρευση» δεν ήταν δημοσκοπήσεις αλλά δημοσκόπηση;
Κάθε σώφρων πολίτης μπορεί, πιστεύω, να αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδημοκρατικό. Με ποιο ειδικό βάρος, με ποια εγκυρότητα, η μία και μοναδική δημοσκόπηση κατά την περίοδο της «απαγόρευσης» θα μπορούσε να αποδείξει την αδιαμφισβήτητη «αλήθεια», του αδιαμφισβήτου exit poll (ένα και μοναδικό), που προβλέπει το αδιαμφισβήτητο εκλογικό αποτέλεσμα (ένα και μοναδικό), που προκύπτει μέσω της αδιαμφισβήτητης εκλογικής διαδικασίας;
            Στο σημείο αυτό μια σειρά ερωτημάτων γεννήθηκε.
Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν δημοσκοπήσεις;
Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε exit poll;
Τι θα γινόταν αν υπήρχαν exit polls;
Τι θα γινόταν αν υπήρχε δημοσκόπηση;
Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχαν μη κοινοποιήσιμες δημοσκοπήσεις;
Τι θα γινόταν αν δεν διενεργούνταν δημοσκοπήσεις κατά την «απαγορευμένη» περίοδο;
Τι θα γινόταν αν δεν απαντούσαμε στις «στοχευμένες» κλειστές ερωτήσεις των δημοσκοπήσεων;
Τι θα γινόταν αν υπήρχε ανεξάρτητος αντικειμενικός μηχανισμός ελέγχου της εγκυρότητας των διενεργούμενων δημοσκοπήσεων;

Πώς θα λειτουργούσε η Δημοκρατία;

ΥΓ. Υπάρχουν συμπολίτες μας που «πιστεύουν» στην αλήθεια των ονείρων που βλέπουν στον ύπνο τους. Δεν αποτελεί αξιολογική κρίση η αναφορά μου στην περίπτωσή τους αλλά καθαρά περιγραφική.
Η «αλήθεια» των ονείρων τους αποκαλύπτεται μέσω μιας διαδικασίας ερμηνείας τους. Στην προσπάθεια ερμηνείας των ονείρων, η πλούσια λαϊκή μας παράδοση μάς έχει τροφοδοτήσει με πολλούς συμβολισμούς-συσχετισμούς.
Ο ονειροκρίτης, το περίφημο αυτό εγχειρίδιο ερμηνείας ονείρων, αποτέλεσμα σοφίας αιώνων, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τα όνειρα που βλέπουμε. Προσπαθεί, δηλαδή, να μεταφράσει αυτά που βλέπουμε στο όνειρό μας σε πραγματικά συμβάντα. Γιατί, ως γνωστό, το μέλλον όταν μας αποκαλύπτεται στον ύπνο μας, δεν αποκαλύπτεται ξεκάθαρα αλλά συγκαλυμμένα.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει - ερώτημα που στηρίζεται στην παραδοχή ότι τόσο η διαδικασία της κωδικοποίησης όσο και αυτή της αποκωδικοποίησης στηρίζονται στην ύπαρξη ενός κοινού κώδικα - είναι το εξής:
Ο ονειροκρίτης έρχεται, μέσω της κωδικοποίησης του, να ερμηνεύσει τα όνειρά μας ή να κωδικοποιήσει σε αυτά τις αγωνίες και τις ανησυχίες μας μέσω ενός κώδικα που μας μαθαίνει και τον οποίο στη συνέχεια θα μπορεί να αποκωδικοποιήσει ερμηνεύοντάς τον;
Ο ονειροκρίτης ερμηνεύει τα όνειρά μας ή μας μαθαίνει να ονειρευόμαστε με τρόπο που μπορεί να ερμηνεύσει;


Η αβάσταχτη ελαφρότητα της αποχής

Στις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 συμμετείχαν 6.217.327 πολίτες, ποσοστό δηλαδή 62,47% ενώ απείχε από την εκλογική διαδικασία το 37,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ελλήνων πολιτών. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ήταν 9.952.502. Τα ποσοστά των κομμάτων υπολογίζονται επί των έγκυρων ψηφοδελτίων στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται τα άκυρα και τα λευκά.
Η σημασία του ύψους της συμμετοχής (και κατ’ επέκταση του ύψους της αποχής) είναι ποικιλοτρόπως σημαντική για τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Δε θα αναφερθώ στα γνωστά περί υποχρέωσης συμμετοχής στα κοινά, περί ύψιστου αγαθού και περί ενεργού πολίτη. Θα περιοριστώ σε κάτι πιο πεζό αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη σημαντικό.
Αν δεχτούμε, για λόγους οικονομίας, ότι στους εκλογικούς καταλόγους - τους οποίους καταρτίζει το υπουργείο εσωτερικών – υπάρχουν 100 πολίτες εγγεγραμμένοι και στην εκλογική διαδικασία συμμετέχουν και οι 100, τότε το ποσοστό συμμετοχής (έγκυρων ψηφοδελτίων) είναι 100% ενώ το ποσοστό αποχής είναι 0%. Στην υποθετική αυτή περίπτωση, αν το κόμμα Α συγκέντρωνε 40 ψήφους και το κόμμα Β 30 ψήφους, το κόμμα Γ 20 ψήφους και το κόμμα Δ 10 ψήφους, τότε τα ποσοστά των κομμάτων θα ήταν 40%, 30%, 20% και 10% αντίστοιχα (ΠΙΝΑΚΑΣ 1). Με τον εκλογικό νόμο που ισχύει στην χώρα μας (νόμος Παυλόπουλου), το πρώτο κόμμα (στο παράδειγμά μας το κόμμα Α) με ποσοστό 40% σχηματίζει κυβέρνηση λαμβάνοντας το μπόνους των 50 βουλευτών, βουλευτές που προκύπτουν αποκλειστικά μέσα από το δεύτερο κόμμα (στο παράδειγμά μας το κόμμα Β). Ουσιαστικά, δηλαδή, το κόμμα Α πριμοδοτείται με 50 έδρες ως πρώτο κόμμα σε βάρος των εδρών που θα λάμβανε το δεύτερο κόμμα (στο παράδειγμά μας το κόμμα Β), ενώ τα υπόλοιπα κόμματα λαμβάνουν τις έδρες τους αναλογικά με βάση το ποσοστό τους.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Εγγεγραμμένοι: 100   Ψήφισαν: 100 ή 100%   Έγκυρα: 100 ή 100%  Αποχή: 0
Κόμμα
Ψήφοι
Ποσοστό
Α
40
40%
Β
30
30%
Γ
20
20%
Δ
10
10%

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που το παράδειγμά μας είναι ρεαλιστικό και λαμβάνει υπόψη ένα ποσοστό αποχής;
Αν υποθέσουμε ότι στους εκλογικούς καταλόγους υπάρχουν εγγεγραμμένοι 100 πολίτες και στην εκλογική διαδικασία συμμετάσχουν οι 60, τότε το ποσοστό συμμετοχής (έγκυρων ψηφοδελτίων) είναι 60% ενώ το ποσοστό αποχής είναι 40% (αφού δε συμμετέχουν 40 πολίτες). Στην υποθετική αυτή περίπτωση ,αν το κόμμα Α συγκέντρωνε 24 ψήφους, το κόμμα Β 18 ψήφους, το κόμμα Γ 12 ψήφους και το κόμμα Δ 6 ψήφους, τότε τα ποσοστά των κομμάτων θα ήταν ίδια με πριν, δηλαδή 40%, 30%, 20% και 10% αντίστοιχα (ΠΙΝΑΚΑΣ 2). Και σε αυτή την περίπτωση το κόμμα Α πριμοδοτείται με 50 έδρες ως πρώτο κόμμα σε βάρος των εδρών που θα λάμβανε το δεύτερο κόμμα (στο παράδειγμά μας το κόμμα Β), ενώ τα υπόλοιπα κόμματα λαμβάνουν τις έδρες τους αναλογικά με βάση το ποσοστό τους, όπως ακριβώς ίσχυε και πριν.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Εγγεγραμμένοι: 100    Ψήφισαν: 60 ή 60%    Έγκυρα: 60%   Αποχή: 40 ή 40%
Κόμμα
Ψήφοι
Ποσοστό
Α
24
40%
Β
18
30%
Γ
12
20%
Δ
6
10%

Τι θα ίσχυε, όμως, στην περίπτωση που ο αριθμός των εγγεγραμμένων πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους δεν είναι πραγματικός;
Τι θα ίσχυε, όμως, στην περίπτωση που ο αριθμός των εγγεγραμμένων πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους είναι λανθασμένος;
Δύο περιπτώσεις θα μπορούσαν να ισχύουν: ή ο αριθμός των εγγεγραμμένων πολιτών να είναι μικρότερος από τον πραγματικό αριθμό των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου ή ο αριθμός των εγγεγραμμένων πολιτών να είναι μεγαλύτερος από τον πραγματικό αριθμό των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου.
Πιστεύω ότι η πρώτη περίπτωση θα πρέπει να αποκλειστεί εξ αρχής, από τη στιγμή που πολύ εύκολα θα μπορούσε να εμφανιστεί ένας εν ζωή Έλληνας πολίτης με την ταυτότητά του και το ΑΦΜ του στον πρόεδρο του εκλογικού τμήματος επιθυμώντας να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα και αρνούμενος να αποδεχτεί ότι δεν «υπάρχει».
Το αντίθετο, όμως, θα μπορούσε να συμβεί; Θα μπορούσε, δηλαδή, να εμφανιστεί ένας ανύπαρκτος Έλληνας πολίτης με την ανύπαρκτη ταυτότητά του και το ανύπαρκτο ΑΦΜ του ζητώντας «το λόγο» από τον πρόεδρο του εκλογικού τμήματος, της παράτυπης (ή θα πρέπει να πω παράνομης) εγγραφής του στους εκλογικούς καταλόγους; Αυτό και αν θα πρέπει εξ αρχής να αποκλειστεί. Συνεπώς, η μόνη δυνατή θεωρητικά δυνατότητα που υπάρχει είναι να είναι ο αριθμός των εγγεγραμμένων πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους μεγαλύτερος από τον πραγματικό αριθμό πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου.

Με βάση, λοιπόν, τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται, ας τροποποιήσουμε το προηγούμενο παράδειγμα και ας δημιουργήσουμε μια νέα υπόθεση μελέτης (case of study).
Αν υποθέσουμε ότι οι εκλογικοί κατάλογοι έχουν 100 πολίτες εγγεγραμμένους, από τους οποίους, όμως, μόνο οι 60 είναι υπαρκτοί έλληνες πολίτες (με ταυτότητα και ΑΦΜ) ενώ οι 40 είναι απλά «σκιές» ελλήνων πολιτών (ανύπαρκτοι, δηλαδή χωρίς ταυτότητα και ΑΦΜ), θα μπορούσαν να προσέλθουν στην εκλογική διαδικασία περισσότεροι από 60; Αδύνατον. Αυτό θα συνέβαινε όχι γιατί δεν θα ήθελαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα αλλά γιατί πρακτικά δεν θα μπορούσαν να ψηφίσουν αφού είναι ανύπαρκτοι Έλληνες πολίτες.  
Θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή το εκλογικό αποτέλεσμα να αλλοιωθεί;
Η απάντηση θα προκύψει μέσω της μελέτης των παρακάτω τριών περιπτώσεων, στις οποίες θα διατηρήσουμε σταθερά δύο στοιχεία που εξαρχής δεν μπορούν να μεταβληθούν, τους εγγεγραμμένους και τις ψήφους αυτών (των 60 υπαρκτών ελλήνων πολιτών) που πραγματικά πήγαν να ψηφίσουν (αν και πολλά ακούγονται για τη δυνατότητα παρέμβασης και σε αυτά τα στοιχεία):

1η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Γραμμένοι: 100   Ψήφισαν: 80 ή 80%   Αποχή: 20%   Άκυρα: 25%
Κόμμα
Ψήφοι
Ποσοστό
Α
24
30%
Β
18
22,5%
Γ
12
15%
Δ
6
7,5%

2η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Γραμμένοι: 100   Ψήφισαν: 70 ή 70%   Αποχή: 30%   Άκυρα: 14,28%
Κόμμα
Ψήφοι
Ποσοστό
Α
24
34%
Β
18
25,7%
Γ
12
17,1%
Δ
6
8,5%

3η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Γραμμένοι: 100   Ψήφισαν: 60 ή 60%   Αποχή: 40%   Άκυρα: 0%
Κόμμα
Ψήφοι
Ποσοστό
Α
24
40%
Β
18
30%
Γ
12
20%
Δ
6
10%

Από τις παραπάνω 3 περιπτώσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσο μεγαλώνει το ποσοστό αποχής τόσο μεγαλώνει και το ποσοστό που λαμβάνουν τα κόμματα, με τις ίδιες ακριβώς ψήφους σε όλες τις περιπτώσεις.
Η 2η περίπτωση που παρουσίασα, ταιριάζει στατιστικά με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μάη ενώ η 3η περίπτωση ταιριάζει με το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου. Σε αυτό συνηγορεί όχι μόνο το αυξανόμενο ποσοστό της αποχής που οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού των κομμάτων από την 2η περίπτωση (εκλογές Μάη) στην 3η περίπτωση (εκλογές Ιουνίου) αλλά και το μειούμενο ποσοστό των άκυρων ψηφοδελτίων από την 2η στην 3η περίπτωση, φαινόμενο που συναντάμε καθώς «κινούμαστε» από τις εκλογές του Μαΐου στις εκλογές του Ιουνίου.
Τα παραπάνω ποσοστά είναι αυτά που θα δώσουν τον αριθμό εδρών κάθε κόμματος στο κοινοβούλιο και θα καθορίσουν το συσχετισμό δυνάμεων καθώς και τις πιθανές κοινοβουλευτικές συνεργασίες. Ανάλογα με το ποια υπόθεση μελέτης ισχύει, διαμορφώνεται και ένα διαφορετικό πολιτικό σκηνικό με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται.
Κάτι τελευταίο: Θα προσέρχονταν, όμως ,στην εκλογική διαδικασία και οι 60 που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν ή θα εμφανιζόταν (όπως είναι φυσιολογικό) ένα ποσοστό αποχής και πάλι; Και πάλι η απάντηση είναι απλή και εύκολη. Δεν θα εμφανίζονταν και οι 60 στις κάλπες. Όλοι ξέρουμε κάποιον από τον ευρύτερο κύκλο μας που δεν μπόρεσε για οποιονδήποτε λόγο να ψηφίσει. Επομένως, τα ποσοστά που προηγούμενα παρουσίασα, θα ήταν διαφορετικά, κάνοντας ακόμη πιο εύκολο το έργο «αυτών» που θα είχαν ως στόχο να αυξήσουν τα ποσοστά του πρώτου κόμματος μέσω της αύξησης της αποχής. 
Προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε ότι το «κλειδί» ελέγχου του εκλογικού αποτελέσματος είναι η αποχή. Η μεταβολή του ποσοστού της μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τα ποσοστά του πρώτου κόμματος (αλλά και των υπόλοιπων κομμάτων) προσδιορίζοντας (ελέγχοντας) με τον τρόπο αυτό τον αριθμό των εδρών που κάθε κόμμα θα λάβει στο κοινοβούλιο.
Πώς μπορεί, όμως, να μεταβληθεί το ποσοστό της αποχής; Η απάντηση είναι μέσω των εγγεγραμμένων. Αν ο αριθμός των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους είναι εξαρχής μεγαλύτερος από τους πραγματικούς ψηφοφόρους, τότε μόνο μπορεί να ελεγχθεί το ποσοστό αποχής.

Πριν συνεχίσω, να σας παρουσιάσω σύντομα μια μικρή ιστορία που θυμήθηκα.
Ήταν ένας βασιλιά που ήθελε να θανατώσει τον καλύτερο αξιωματικό του. Δεν ήθελε όμως να φανεί άκαρδος (αλλιώς τι Βασιλιάς θα ήταν) και σκέφτηκε να του δώσει μια ευκαιρία να ζήσει. Έγραψε σε μία κόλλα χαρτί «ΘΑΝΑΤΟΣ» και σε μια άλλη «ΖΩΗ» και του έδωσε την επιλογή να διαλέξει ένα από τα δύο. Στην πραγματικότητα είχε γράψει και στα δύο «ΘΑΝΑΤΟΣ» για να αποκλείσει την εύνοια της τύχης που θα μπορούσε ο αξιωματικός του να έχει. Ο αξιωματικός του όμως, υποψιασμένος για το κόλπο του Βασιλιά, έκανε το εξής: διάλεξε έναν κλήρο και τον πέταξε στον γκρεμό λέγοντας ότι αυτή είναι η επιλογή του. Όταν ο Βασιλιάς τού είπε ότι δεν μπορούν να δουν τι γράφει ο κλήρος αφού τον κατέστρεψε, ο Αξιωματικός τού απάντησε: «Και βέβαια μπορούμε να δούμε τι γράφει ο κλήρος που κατέστρεψα. Γράφει το αντίθετο από αυτό που γράφει ο κλήρος που σώθηκε». Και ο έτσι ο Αξιωματικός έζησε.

Και ξανά στο θέμα μας. Πριν αρκετά χρόνια, τότε που η διαδικασία της ψηφοφορίας στις εθνικές εκλογές ήταν υποχρεωτική με ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη νόμιμης αποχής από τη διαδικασία, προκειμένου κάποιος να μην προσέλθει στην κάλπη για να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα, έπρεπε να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που βρισκόταν την ημέρα των εκλογών για να βεβαιώσει το αστυνομικό όργανο το νόμιμο της απουσίας του από την εκλογική διαδικασία. Τότε, δηλαδή, το ποσοστό της αποχής μπορούσε να ελεγχθεί. Μπορούσε, δηλαδή, να διαπιστωθεί η πραγματική ύπαρξή του.
Σήμερα μπορεί;
Μήπως το ερώτημά μου αν μπορεί να ελεγχθεί το ποσοστό αποχής, αν μπορεί να διαπιστωθεί η πραγματική του ύπαρξη είναι παραπλανητικό;
Μήπως το σωστό ερώτημα θα έπρεπε να είναι αν θέλουμε να ελέγξουμε το ποσοστό αποχής, αν θέλουμε να διαπιστώσουμε την πραγματική του ύπαρξη;
Μήπως τελικά θέλουμε απλά και μόνο να ελέγξουμε κατά το συμφέρον του κόμματός μας το ποσοστό της αποχής (πραγματικής και εικονικής);
Σίγουρα δεν μπορούμε να ελέγξουμε το αποτέλεσμα της κάλπης από τη στιγμή που το ψηφοδέλτιο περνάει την σχισμή της κάλπης (αν και πια έχω τις αμφιβολίες μου και γι΄ αυτό).
Μήπως,, όμως μπορούμε να πάμε από τον άλλο δρόμο; Μήπως μπορούμε να ελέγξουμε το ποσοστό της αποχής;

Το «μοντέλο» που παρουσίασα έχει και προεκτάσεις…
Το «μοντέλο» που παρουσίασα έχει και επιπτώσεις…
Το «μοντέλο» που παρουσίασα έχει και συνέπειες…
Το «μοντέλο» που παρουσίασα έχει και συνέχεια…
Στη συνέχεια η συνέχεια…

ΥΓ.
Το μοντέλο που παρουσίασα δεν εξηγεί τον μηχανισμό με τον οποίο εξασφαλίζεται η πρωτιά συγκεκριμένου κόμματος. Ούτε εξηγεί τον σκοπό μιας τέτοιας αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Δεν είναι στόχος επί του παρόντος. Σίγουρα, όμως, μπορεί να σκεφτεί κάποιος ότι «αυτός» που έχει τη δύναμη να μεταβάλει το ποσοστό της αποχής προς όφελος του, μπορεί να εμφανίσει ως ψηφίσαντες τους ανύπαρκτους ψηφοφόρους που απείχαν.


Ο «μαγικός» αριθμός

Κυριακή 6 Μαΐου 2012. Η ΝΔ ως πρώτο κόμμα με ποσοστό 18,85% στις εκλογές που διεξάχθηκαν μαζί με το ΠΑΣΟΚ (τρίτο κόμμα με ποσοστό 13,18%) και τη ΔΗΜΑΡ (έβδομο κόμμα με ποσοστό 6,11%) μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας έχοντας συνολικά 168 βουλευτές. Η συνεργασία αυτή, όμως, ποτέ δεν επιτυγχάνεται με αποτέλεσμα να προκηρυχθούν νέες εκλογές.
Κυριακή 17 Ιουνίου 2012. Η ΝΔ ως πρώτο κόμμα με ποσοστό 29,66% στις εκλογές που διεξάχθηκαν μαζί με το ΠΑΣΟΚ (τρίτο κόμμα με ποσοστό 12,28%) και την ΔΗΜΑΡ (έκτο κόμμα με ποσοστό 6,25% ) μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας έχοντας συνολικά 179 βουλευτές. Η συνεργασία των τριών κομμάτων αυτή την φορά επιτυγχάνεται.
Τι ήταν αυτό που εξασφάλισε αυτό που την 6η Μάη κατέστη ανέφικτο;
Γιατί να μην επιτευχθεί την 6η Μάη η συνεργία των παραπάνω κομμάτων που επετεύχθη την 17η Ιουνίου; Μια συνεργασία που θα έδινε στη χώρα μας κυβέρνηση από τις 6 Μάη στερώντας από τους ευρωπαίους τη δικαιολογητική βάση της καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων του μνημονίου για την έξοδο από την κρίση (εκτός και αν η στόχευση ήταν, μεταξύ των άλλων, η κρίση να μεγεθυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος).
Η ερώτηση που γεννιέται είναι:
«Τι περισσότερο εξασφάλισαν στον ελληνικό λαό οι εκλογές της 17ης Ιουνίου που δεν μπορούσαν να το εξασφαλίσουν οι εκλογές της 6ης Μάη;»
Μήπως, όμως, δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση; Μήπως η σωστή ερώτηση είναι:
«Τι λιγότερο εξασφάλισαν στον ελληνικό λαό οι εκλογές της 17ης Ιουνίου;»

Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου (μέσω της συνεργασίας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) μπορεί τώρα να προχωρήσει σε καλύτερη επαναδιαπραγμάτευση των δυσχερών όρων του προσδοκώντας σε ευνοϊκές για τα συμφέροντα της χώρας μας αλλαγές.
Μήπως όμως το ίδιο δε θα μπορούσε να προσπαθήσει και η κυβέρνηση που θα μπορούσαν και την 6η Μάη να σχηματίσουν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ;
Βέβαια, ο συνασπισμός των κομμάτων της σημερινής κυβέρνησης φαντάζει πιο ισχυρός και με μεγαλύτερη νομιμοποιητική βάση ως συνολικό ποσοστό επί του εκλογικού σώματος προκειμένου να επιτύχει το στόχο της διαπραγμάτευσης, ή μήπως όχι;
Τα ποσοστά των κομμάτων της κυβέρνησης είναι ενισχυμένα τώρα σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, αλλά μπορεί αυτό να οφείλεται, μεταξύ των άλλων, και στα «καλά» του εκλογικού συστήματος που το διαφορετικό αριθμό ψήφων των κομμάτων, τον μετατρέπει σε διαφορετικά ποσοστά των κομμάτων και κατ’ επέκταση σε διαφορετικό αριθμό εδρών των κομμάτων.
Στις εκλογές της 6ης Μάη το άθροισμα των εδρών της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ήταν 168 έδρες. Στις εκλογές την 17η Ιουνίου το άθροισμα των εδρών των κομμάτων της κυβέρνησης είναι 179. Η διαφορά των 11 εδρών προσδίδει στη νέα κυβέρνηση μεγαλύτερη νομιμοποίηση;
Πιστεύω ότι και στις δύο περιπτώσεις (πιθανή κυβέρνηση Μάη-κυβέρνηση Ιουνίου) η νομιμοποίηση είναι το ίδιο ισχυρή. Στην πρώτη περίπτωση (6η Μάη) η κυβέρνηση που θα μπορούσε να σχηματιστεί θα είχε 18 βουλευτές πάνω από το όριο των 150 που απαιτείται για το σχηματισμό κυβέρνησης ενώ τώρα η κυβέρνηση που σχηματίστηκε (17η Ιουνίου) έχει 29 βουλευτές πάνω από το όριο των 150. Δεν πιστεύω ότι 11 βουλευτές περισσότεροι από πριν εξασφαλίζουν τη νομιμοποίηση που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια συγκεκριμένη, υπέρ των συμφερόντων της χώρας μας, εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική.
Ήταν όμως εξαρχής ο στόχος η δημιουργία μιας ισχυρής κυβέρνησης με κοινοβουλευτική πλειοψηφία κοντά στις 160-165 έδρες; Αν αυτός ήταν ο αρχικός στόχος τότε θα έπρεπε να σχηματιστεί η κυβέρνηση που τώρα σχηματίστηκε από το Μάη. Άλλωστε στο παρελθόν έχουν δημιουργηθεί κυβερνήσεις με μικρότερο αριθμό βουλευτών από τους 168. Οι 168 μάλιστα έδρες θεωρούνταν αδιαμφισβήτητα ισχυρή λαϊκή εντολή.
«Τι περισσότερο», επομένως «εξασφάλισαν στον ελληνικό λαό οι εκλογές της 17ης Ιουνίου που δεν μπορούσαν να το εξασφαλίσουν οι εκλογές της 6ης Μάη;»
Η απάντηση ότι εξασφάλισαν 11 βουλευτές περισσότερους στον κυβερνητικό συνασπισμό από ό,τι πριν, δεν πιστεύω ότι είναι μια ικανοποιητική απάντηση.
Και ξεπηδάει πάλι η ερώτηση: «Τι λιγότερο εξασφάλισαν στον ελληνικό λαό οι εκλογές της 17ης Ιουνίου;»

Μετά τις εκλογές του Μάη, η Βουλή που θα προέκυπτε θα ήταν αναθεωρητική. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου η Βουλή που προέκυψε είναι αναθεωρητική. Μόνο που ο αριθμός των 179 εδρών είναι περισσότερος ικανός να εξασφαλίσει την αναθεώρηση του Συντάγματος σε αντίθεση με τον αριθμό των 168 εδρών, που πάρα πολύ δύσκολα θα έδινε σε εκείνη τη Βουλή τη δυνατότητα αναθεώρησης.
Μετά τις εκλογές του Μαΐου ο πιθανός κυβερνητικός σχηματισμός υπολειπόταν 12 έδρες από τον «μαγικό» αριθμό των 180 εδρών που απαιτούνται για την αναθεώρηση του Συντάγματος ενώ σήμερα ο κυβερνητικός σχηματισμός υπολείπεται κατά μία έδρα του «μαγικού» αριθμού 180. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι σήμερα οι προγραμματικές συγκλήσεις που εξασφάλισαν το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ μπορεί να οδηγήσει σε προγραμματική σύγκλιση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η προγραμματική αυτή σύγκλιση σήμερα οδηγεί με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες (που πλησιάζουν τη βεβαιότητα) σε αναθεώρηση του Συντάγματος, κάτι που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών.
Έτσι, όμως, δε λειτουργεί η δημοκρατία; Έτσι δεν πρέπει να λειτουργεί; Αν εξασφαλίζεται το συνταγματικά προσδιορισμένο όριο των 180 βουλευτών, γιατί να υπάρχει πρόβλημα; Ο αριθμός των 180 βουλευτών ήταν και είναι η ασφαλιστική δικλείδα για την αλλαγή του κορμού της Δημοκρατίας. Για την αλλαγή του Συντάγματος. Αφού τα 2/3 του εκλογικού σώματος (αντιπροσωπευτικό το σύστημά μας) συμφωνούν στην κατεύθυνση της αναθεώρησης, τότε δεν έχουμε απλά μια πλειοψηφία που επιβάλλει την άποψή της αλλά μια ευρύτερη συναίνεση που εξασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ποιος λοιπόν είναι ο πραγματικός λόγος για τη διενέργεια των δεύτερων εκλογών του Ιουνίου όταν ο ίδιος συνασπισμός κομμάτων μπορούσε να δημιουργήσει κυβέρνηση και μετά τις εκλογές του Μάη;
Πιστεύω ότι η απάντηση είναι πλέον καθαρή: Έπρεπε η κυβέρνηση που θα δημιουργηθεί να έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Έπρεπε τα κόμματα που θα μπορούσαν να συνεργαστούν για το σχηματισμό κυβέρνησης να εξασφαλίσουν τον απαιτούμενο αριθμό εδρών ώστε η αναθεώρηση του Συντάγματος να γίνει πραγματικότητα.
Το ερώτημα όμως που τώρα γεννιέται είναι:
«Γιατί είναι (και όχι ήταν) τόσο σημαντικό για τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ να εξασφαλίσουν την δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος;»
Αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να εξασφαλιστεί και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στην κυβέρνηση ως δεύτερο κόμμα μαζί με τα άλλα κόμματα. Αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε επίσης να εξασφαλιστεί και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στην κυβέρνηση ως πρώτο κόμμα, αν ήταν αυτός ο νικητής των εκλογών του Ιουνίου, μαζί με τα άλλα κόμματα. Και στις δύο περιπτώσεις θα εξασφαλιζόταν ο «μαγικός» αριθμός των 180 εδρών που απαιτείται για την αναθεώρηση.
Ποια διαφορά έχουν όμως οι δύο περιπτώσεις; Τι διαφορά, δηλαδή, έχει η περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος μέσω κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, με την περίπτωση της αναθεώρησης του Συντάγματος με κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Το στοιχείο εκείνο που κάνει την διαφορά είναι η κατεύθυνση της αναθεώρησης.
Όπως σε κάθε δράση, έτσι και στην πολιτική υπάρχει ένας σκοπός, ένας στόχος προς επίτευξη.
Στην περίπτωση της Χώρας μας ο στόχος ήταν η αναθεώρηση του Συντάγματος προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Στην περίπτωση της Χώρας μας ο στόχος είναι η συνταγματική κατοχύρωση της υποχρέωσης της Ελλάδας για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους όπως αυτό λογίζεται από τις δανείστριες δυνάμεις με όλα τα συνακόλουθά του.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έγιναν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μάη δεν μπορούσε να δώσει κυβέρνηση.
Στόχος ποτέ δεν ήταν απλά ο σχηματισμός κυβέρνησης.
Στόχος εξαρχής ήταν η δημιουργία των κοινοβουλευτικών προϋποθέσεων αναθεώρησης του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της συνταγματικής κατοχύρωσης της υποχρέωσης της Ελλάδας, της Χώρας μας, για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους κατά απόλυτη προτεραιότητα.
Η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο εξέλιξε την υποδούλωση του ελληνικού λαού που είχε εξασφαλίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου (ΔΝΤ, δανειακή σύμβαση, μνημόνιο) ψηφίζοντας υπέρ του Συμφώνου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (του οποίου οι απαιτήσεις είναι ήδη γνωστές).
Πρέπει, όμως, το «έργο» να ολοκληρωθεί και να διασφαλιστούν εις τους αιώνας των αιώνων οι «αλληλέγγυοι» προς την Ελλάδα Ευρωπαίοι και μη Ευρωπαίοι δανειστές. Έπρεπε να εξασφαλιστεί, με τρόπο που δε θα χωρά αμφισβήτηση, η αποπληρωμή των δανείων που η Χώρα μας έλαβε. Έπρεπε να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή των δανείων μέσω του Συντάγματος.

Είναι όμως αυτός λόγος για να μη δημιουργηθεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές την 6η Μάη και να δημιουργηθεί κυβέρνηση την 17η Ιουνίου από τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις;
Αυτός είναι Ο ΛΟΓΟΣ.
Στις εκλογές με λίστα η δυνατότητα «παρέμβασης» στην εκλογική διαδικασία είναι πιο εύκολη από ότι θα ήταν αν οι εκλογές γίνονταν χωρίς λίστα. Μεταξύ αυτών που μπορεί να σκεφτεί (αν και δεν είναι του παρόντος) κάποιος για να αποδεχτεί τον πιο πάνω ισχυρισμό, είναι ότι στις εκλογές με λίστα δεν πρόκειται να εμφανιστεί υποψήφιος πολιτικού κόμματος που θα έχει λόγο να αμφιβάλει για τον αριθμό των ψήφων που έλαβε ώστε να προσφύγει στο εκλογοδικείο. Μπορεί επίσης να σκεφτεί ότι ενδεχομένως κάποιος πολιτικός σχηματισμός (κόμμα) θα μπορούσε να προσφύγει στο εκλογοδικείο προκειμένου να εξασφαλίσει, εκ των υστέρων, την 1 έδρα που λείπει για την πολυπόθητη αναθεώρηση (εκτός και αν εξασφαλιστεί με «μεταγραφή»).

Στο μυαλό μου έρχεται πάλι η ερώτηση. Η σωστή ερώτηση: 
«Τι λιγότερο εξασφάλισαν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 για τα συμφέροντα του Ελληνικού λαού και της Ελλάδος;»
Η απάντηση είναι ότι οι εκλογές της 17ης Ιουνίου εξασφάλισαν ακόμη λιγότερη Εθνική Κυριαρχία μέσα από τη δυνατότητα που διαφαίνεται, της συνταγματικής κατοχύρωσης της υποχρέωσης των Ελλήνων για αποπληρωμή του υποτιθέμενου δημόσιου χρέους. 

Σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη (ΤΜΗΜΑ Δ' - Άρθρο 120) του Συντάγματος της Ελλάδας:
«…
2.      Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3.      Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.»

Συνεπώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα, σύμφωνα με το υπό αναθεώρηση Σύνταγμα «η προστασία του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» και όχι στα συμφέροντα των δανειστών και των εκπροσώπων τους.

ΥΓ.
Στο κείμενο των προγραμματικών συγκλήσεων των τριών κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση «Εθνικής Ευθύνης» (λες και απλά ο όρος κυβέρνηση προσδίδει λιγότερη ευθύνη ή ακόμη περισσότερο αν η ευθύνη δεν προσδιοριστεί ως εθνική δεν θα ήταν εθνική - εκτός και προσπαθούν να καλύψουν τις δικές τους ανησυχίες) δεν υπάρχει σαφής αναφορά στην προοπτική αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η μόνη, προς το παρόν, έμμεση αναφορά βρίσκεται στο παρακάτω απόσπασμα:

«Σημεία προγραμματικής σύγκλισης
Προοίμιο
Στόχος της είναι να αντιμετωπίσει την κρίση, να ανοίξει το δρόμο της Ανάπτυξης και να αναθεωρήσει όρους της Δανειακής Σύμβασης (Μνημονίου), χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ούτε την παραμονή της στο ευρώ. Και, ασφαλώς, χωρίς να αμφισβητήσει τους αυτονόητους στόχους μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος, ελέγχου του χρέους και εφαρμογής των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα.
Στόχος επίσης είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες για να βγει οριστικά η χώρα από την κρίση, καθώς κι από την ανάγκη εξάρτησης από δανειακές συμβάσεις στο μέλλον.
…»
(η επισήμανση με έντονα γράμματα δική μου)

Οι διατυπώσεις που υιοθετούνται δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για τις προθέσεις την κυβέρνησης Εθνικής Ευθύνης. Το γεγονός μάλιστα της «σιωπής» τόσο στο κείμενο της προγραμματικής σύγκλησης των κομμάτων της συγκυβέρνησης όσο και στον δημόσιο πολιτικό διάλογο αλλά και τα ΜΜΕ σχετικά με το θέμα της αναθεώρησης γεννά πολλά ερωτηματικά και ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία.


Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...