Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Η τέχνη του να σώζεις την Πατρίδα *



Τον ξέρω τον Αντών’ από μικρό παιδί. Ήταν ευγενικός, υπάκουος και έτρωγ’ όλ’ του το φαγητό. Ποτές του δεν είχε κάν’ κακό σε κανέναν. Ούτε μυρμήγκι δεν είχε σκοτώσ’. Ντρουπαλός, ευαίσθητος, λιγουμίλητος, συγκαταβατικός, φιλότμος, εργατκός, διαβαστερός, ούλα τα καλά του κόσμου είχ’. Τα πήγαινε τα γράμματα. Ούλη μέρα με ένα βιβλίο στου χέρι ήταν. Ρούφαγε τη γνώσ’ σαν σφουγγάρ’.

Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα είχε πουλιτικές βλέψεις. Κανείς δεν ήθελε να πάει χαμένο το παιδί. Ούλοι πιστεύμε ότι θα γίνουνταν γιατρός, χρήσιμος για την κοινωνία και θα βοηθούσε τουν κούσμο ούλο. Ένας έλληνας γιάτραρος που θα μας έκανε ούλους περήφανους, πέρα ως πέρα μέχρ΄ την άκρ΄ τς γης, που ούλοι θα μολόγαγαν για χάρ’ του την Ελλάδα μας.

Μεγάλωνε, ψήλωνε και γινόνταν άντρας, άντρακλας. Δύο μέτρα παλικάρ’. Πήγαινε στο κατχητικό, στην εκκλησιά και στη Βυζαντινή χορωδία του πάτερ Περικλέους. Τα ’πινε τα τσιπουράκια του ο παππούλης και μετά το ’ριχνε στις ψαλμωδίες, Θεός σχωρέστον εκεί που ’ναι τώρα.  Μια φωνή που την είχ’ ο Αντώνης μ’, να τον ακούς και να ανατριχιάζς. Δεξιό ψάλτη τον κάνανε στην Αγιά Σωτήρα, βοήθειά μας.

Ούλοι τον ξέραμε και τον εκτιμάγαμε. Ήταν τέτοια η αγάπη του για την γιατρική επιστήμη που ούλοι τον φωνάζαμε χαϊδευτικά τρελογιατρουδάκο.

Μια μέρα όμως μάθαμε ότι ο τρελογιατρουδάκος μας δεν ήθελε πια να γέν’ γιατρός. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Παναγιά μου, τι μας βρήκε, σκέφτηκα. Τουν φάγνε με μάτι, κακόχρονο να χουν αυτοί οι κουμμουνιστές. Μη δουν κάποιον να προκόβ’. Σκατά στα μούτρα τς.

Έμαθα τι είχε γίν’. Σιγά και μη δε μάθνα. Μου τα πε ούλα χαρτί και καλαμάρι η κυρ Τούλα του Παντελή του κυρ Δημήτρη απ’ τον πάνω μαχαλά. Είχε πάει, λέει, ο λεγάμενος, ο Ντώνς, στην εκκλησιά και καθώς ανέβνε τα σκλιά συνάντσε την Μαρία της Γγέλος. Την είδε, λέει, και κατάπιε τη γλώσσα τ’, έχασε τη λαλιά του ο καψερός. Σαν τα κρύα τα νερά ήταν το Μαριώ μας, μια τσιούπρα ίσα με κει πάνου που δεύτερ’ δεν έβρισκες σ’ ούλην τη Μάνη. Ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά, μπήκαν μαζί στην εκκλησιά αλλά …κάθσαν χώρια. Αυτά τα εθίματα μάς την έκαναν την ζημιά. Σ’ ούλη τη λειτουργιά δεν ξεκόλαγε τα μάτια τ’ από πάνου της, σαν δεν ντρέπεται μεσ’ στην εκκλησιά, φωτιά να πέσ’ να τον κάψει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να κάτσνε χώρια. Είν’ το έθιμο, του πε ο γέρος του. Γαμώ τα έθιμά σας, σκέφτηκε ο Ντώνης. Εγώ θα τα ’λλάξω ψέλισε, στο γέρο του. Ξέρεις πολλούς γιατρούς ν’ αλλάζουν τα έθιμα, γέλασε ο γέρος του και τον πήρε στην αγκαλιά του συνεχίζοντας να γελά.

Πληγώθηκε ο Αντώνης. Δεν του άρεσε να γελούν μαζί του, ούτε να μη γίνεται το δκό του. Στα βιβλία του είχε διαβάσ’ για τους πολιτκούς και τους βουλευτάδες που εκάνανε νόμους και φτιάχνανε εθίματα. Είχε βρει τη λύσ’. Δεν ήθελε πια να γίν’ γιατρός. Θα γίνονταν πουλιτικός. Το πε στο γέρο του, έπεσε να αποθάνει ο δόλιος. Το πε στη μάνα του, τι έπαθα η έρμη και η σκότεινη φώναζε σε ούλου το σπίτι. Τελικά το αποδέχτηκαν. Τι να κάνουν; Αντώνης ήταν αυτός, ο χαϊδεμένος τους. Έμαθα βέβαια από το δουλικό τς, ότι του είχε κάν’ πλάτες η γιαγιά Γιώτα-Δέλτα, έτσ’ την έλεγαν, που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Είχε το όνομα του πάππ’ βλέπς, και το είχ’ καμάρ΄.

Τέλειωσε με τ’ καλό το σχολειό ο Αντώνς με άριστα Α με τόνο και τον στείλαν’ να σπουδάσ’ στην πρωτεύσα σε ένα κολλέγιο που ήταν του ’ξωτερικού αλλά ήταν στην Ελλάδα, δεν πολυκατάλαβ’ να σ’ πω την αμαρτία μ’, γιατί εγώ που με βλέπς έχω βγάλ’ μέχρι και την τρίτη δημοτκού. Τέλος πάντων. Μη χασομεράμε με μένα τώρα.

Εκεί γνώρισε και άλλα παιδιά, έκανε φίλους. Ο καλύτερος του φίλος ήταν κάποιος Παγ. Τι να σ’ πω. Και μένα παράξενο μου φάνκε το όνομα. Δεν το χω ματακούσει. Μάλλουν θα ’ταν από τα ξένα αλλά δεν ήταν μαύρους. Κανονικός ήταν.

Μετά πήγε στα ξένα στα ’λήθεια. Ο γιός μου σπουδάει στας Αμερικάς, έλεγε όλο καμάρ’ η κυρά Ντίνα η μάνα του. Τα συχαρίκια πήγαιναν και ήρχουνταν απ’ ούλο το χωριό. Και δώστου τα ματζούνια αυτή να μην τον πιάσει το μάτι το κακό. Να ’ταν η ζήλια ψώρα, έλεγε και ξανάλεγε η δόλια. Σταύρωνε και ξεσταύρωνε τη φωτογραφία του κανακάρη της μπας και τον φυλάξ’ η Παναγιά η Μεγαλόχαρη.

Και τον φύλαξ’ η Μεγαλόχαρη, μεγάλη η ώρα τς. Τέλειωσε με το καλό τις σπουδές του ο Αντώνς μου, αλλά δεν γύρισε πίσω. Ρώταγε το χωριό για τον Αντών αλλά δεν πολυκαταλαβαίναμ’ τι γινούταν. Έμαθα, και κοίτα κακομοίρη μ’ μη σου ξεφύγ’ τίπτα σε ’φαγα ζωντανό, ότι, πλησιάσ’ μη μας ακούσ’ κανά αυτί, ότι είχε λέει μάθει να παίζ’ μπασκέτ. Πήγε λέει στο NBA που ήταν κάπ’ στο Χαριβάντ και κει κάτι έπεζ’ με τον φίλο του, τον αψιλό, τον μουστάκια, τον Παγ και μάθαν λέει να διοικούν την ομάδα. Τι να σ’ πω, εμένα πάντως δεν μου γέμιζε το μάτ’ για αθληταρά αλλά από την άλλη MBA ήταν αυτό, κάτι παραπάνω θα ήξερ’ από μένα της τρίτης δημοτικού. Ας είν’.

Επέστρεψε με του καλό στην Ελλάδα μας ο Ντώνς μου, σπουδαγμένος και τρανός. Ήρθε και μας είδε ούλους στο χωριό. Πάντα ευγενικός. Πάντα πρόσχαρος. Μας κέρασε κιόλας, να ναι καλά το παλικάρι μου. Τότε ήταν που μάθαμε, μας το μαρτύρησε δηλαδή ο ίδιος, ότι εκεί που ήταν σπούδαξε για τα λεφτά και ότι δεν ήξερε από μπασκέτ και ότι εκειό το MBA δεν ήταν παιχνίδ’ όπως νομίζ’ με αλλά ήταν ένα μεγαλύτερο χαρτί για την καριέρα του ως πουλιτικός.

Πουλιτικός, είπε, Παναγιά μ’. Με την ευχή της Παναγιάς, να σώσεις τον κόσμο ούλοι του ευχηθήκαμ’. Καμάρι που το ’χε η κυρ Ντίνα, με το δίκιο της. Και ’γω τον καμάρωνα, σα να ’ταν δικό μ’ παιδί. Ούλοι τον καμαρώναμ’. Ούλοι ’μασταν περήφαν’ για την προκοπή του.

Και μετά άρχισαν οι δόξες και τα μεγαλεία. Βουλιευτής σε μικρή ηλικία, υπουργός μετά και ξανά-ματά υπουργός σε κυβερνήσεις. Ούλοι μίλαγαν για δαύτον. Ούλοι τον ξέραν, ούλοι τον μολόγαγαν. Καλός λέγανε. Άξιος. Δίκαιος. Ντόμπρος. Σπαθί. Έλληνας γνήσιος.

Έκανε λέει μεγάλου σαματά για χάρη της Μακεδονίας μας. Πολύ μεγάλου σαματά. Σε ούλα τα επίπεδα, έλεγαν οι άντρες στα καφενεία. Έδωνε λέει συνεντεύξς στας Ευρώπας και σ’ ούλουν τον κόσμο, έκανε διαδηλώσς στη Σαλονίκ’, τσακωνόταν με συναδέλφους τ’, ούλα τάκανε σου λέω για τη Μακεδόνια μας, ούλα. Και εγώ τον καμάρωνα. Πάντα πίστευ’ ότι αγαπούσ’ την Ελλάδα μας, τη Μακεδονία μας. Ήμουν σίγουρ’ ότι ποτέ θα άφνε να πάθει κάτι κακό η Πατρίδα μ’, η Μακεδονία μ’ και ας μην ήμουνα από κει και ας μην ήτανε από κει.

Κρίμα όμως. Τον έφαγαν. Ούχι, ούχι. Μη βάλς κακό με το νου σ’. Καλά είναι ο λεβέντς μας. Τον έφαγαν απ’ την κυβέρνησ’, κακόχρονο να ’χουν.. Αυτός ο Κωτσιοντίνος του Τάκη Μήτσιου, τα ’κανε ούλα. Τσακώθκε με τον γκαντέμ’, φτου, φτου σκόρδα στον κόρφο μ’. Τον ζήλευε ο κιορατάς, τον φτόναγε, δεν τον χώνευε διόλου. Του ’χε μπει στο μάτι ο δικός μ’ απ’ την αρχή γιατί ήταν πιο καπάτσος από την θυγατέρα τ’ αλλά και απ’ τον κανακάρη τ’ τον συνονόματο. Του είχε μπει στο μάτι ο Αντώνς μου, τον έβαλε στο μάτι και ο Αντώνς μ’, καταλαβαίνεις τώρα. Ούλου το χωριό ξεμάτιαζε, όμως τίπτα. Τι μάτι ήταν αυτό, Παναγιά μου. Δεν το είχα ματαδεί. Έσκαγε γάιδαρο. Μέχρι και τον παπα-Λιάκο βάλαμε να βοηθήσει, μέχρι και ευχέλαιο κάναμε. Μηδέν εις στο πηλίκο. Το μάτ’ ματ’.

Κατάφερε τελικά με τα πολλά να τον διώξ’ και απ’ το κόμμα. Προδότ’ τον ανέβαζ’, προδότ’ τον κατέβαζ’. Ναι καλά, τα ξέραμ’ και τα δικά τ’. Κωτσιοντίνος του Τάκη Μήτσιου με το όνομα. Έντιμος κατά τα άλλα. Ο λόγος του συμπόλαιο. Τις ξέρουμε και τς πομπές τ’. Δώσε τόπο στην οργή, έλεγα από μέσα μου μην ανοίξω το στόμα μ’. Τα δικά τ’ τα ’χε ξεχάσ’ που τον φωνάζνε ακόμ’ και σήμερα ξαποστάτ’. Τα βλέπει όμως ο Ύψιστος αυτά και δεν τα θέλ’. Θα ρίξ’ φωτιά να τους κάψ’. Τι κακό είχε κάνει ο Αντώνς μας; Τίπτες. Την Ελλάδα είχε πάνω από ούλα. Αυτήν αγάπαγε, αυτήν ήθελε να προστατεύσ’. Τι θέλανε, δηλαδή, οι αθεόφοβοι; Να ξεπουλήσ’ τη Μακεδονία μας; Αμ δε, που θα την ξεπούλαγε ο Αντώνς μου. Δε σφάξαν’.

Δεν το ’βαλε κάτου ο Αντώνς. Δεν κρύφτκε. Δεν έφυγε στο εξωτερικό να κάνει αντίσταση εκ του ασφαλούς, όπως κάναν’ άλλοι και άλλοι, τάχα μ’ πατριώτες. Έμεινε και πάλεψ’ το παιδί. Με όλη τ’ τη δύναμ’. Έφτιαξε και δικό τ’ κόμμα. Πολιτική Εποχή το είπε, μάλλον γιατί θα αφήσει εποχή, σκέφτηκα η δόλια. Δεν πήγε καλά όμως. Δεν περπάτσε, όπως άκουσα να λέν’ οι χωριανοί. Εμείς ούλοι τον στηρίξαμ’, τον ψηφίσαμ’. Αλλά τσίφος. Τι το θέλς; Φτόνος βλέπεις. Πολύς φτόνος. Πόλεμος από παντού. Τι να σου κάνει και αυτός ο δόλιος. Ό,τι μπόραγε έκανε. Είχ’ μείνει μόνος. Τουλάχιστον όμως είχε μείν’ πιστός στις αξίες του και τα ’δανικά του, όπως του ’χαν μάθει οι γονιοί του. Όλα για την Ελλάδα. Αν είχες βρε παιδάκι μου κάνει τα στραβά μάτια με τη Μακεδονία μας, μήπως τώρα θα … Δεν απόσωσα την κουβέντα μου. Δεν πρόκανα να πω λέξ’. Με ξέκοψε απότομα, σχεδόν θυμωμένα. Μου κακοφάνηκε να σ’ πω την αλήθεια. Άκου να δεις θειά, είπε. Τίποτα δεν είναι πάνω απ’ την Ελλάδα. Σα ’γαπώ και σε ’κτιμώ αλλά τέτοια κουβέντα μη μου ξαναπείς, κατάλαβες; Τίποτα δεν βάζω πάνω από την Ελλάδα και τους Έλληνες, θειά. Τίποτε. Ακούς; Ντράπηκα η καψερή. Κοκκίνισα σαν παντζάρ’. Σχώρνα με αφέντ’, του είπα. Μη με συνερίζεσαι. Για το καλό σου το είπα… Κατάλαβα. Σαν την καρδιά του Αντώνη μ’ δεν υπάρχει άλλη. Κυλάει Ελλάδα στο αίμα του, κυματίζει η θάλασσα στην ψυχή τ’, αναπνέει ελληνικό ουρανό στα πλεμόνια του. Δεν θα χαθείς αγόρ’ μου, του ’πα. Βλέπ’ ο Θεός, και το άδκο δεν το θέλ’, δεν το σχωρνάει. Θα το δεις που σ’ λέω.

Το άδικο δεν το ήθελε ούτε ο Θεός… αλλά άργησε λίγο να το διορθώσ’. Πέρασαν τα χρόνια και δεν μάθαινα και πολλά νέα του. Άρχισα να μεγαλώνω και ’γω επικίνδυνα βλέπς και δεν ήμουν και στα πολύ καλά μου. Κουτσά στραβά όμως τη σκαπούλαρα απ’ του Χάρου τα δόντια. Μεγάλωνε και Αυτός και μάλλον ξέχναγε ποιος είχε σειρά, γιατί στο χωριό μ’ μπερδεμένα τς διάλεγε. Ας είναι βέβαια καλά και ο γιατράκος μου που ’χει το γιατρείο του στο διπλανό χωρίο, που με είχε σαν τα μάτια του. Κάθε φορά που χρειαζόταν κατά πάνου μου έπεφτε να με γιάν’. Να τον χαίρετ’ η μάνα τ’ και να τον καμαρών’.

Τα χρόνια πέρασαν …και το άδικο διορθώθηκε. Έγινε βουλευτής στην Ευρώπη, στις Μπριξέλες, με το ίδιο κόμμα που τον είχε διώξ’. Μόλς το ’μαθα, τι να σ’ πω, το φχαριστήθηκα, αγάλιασε η ψυχή μ’. Μετά από την Ευρώπη ήρθε στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Του ’δώσαν και ’πουργείο. Με τον πολιτισμό, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ήταν πολύ καλός. Έκανε πολλά καλά. Βοήθησε πολύ κόσμο. Ναι, και από το χωριό μας φυσικά. Σχεδόν ούλους, εκτός φυσκά από κάτ’ κουμμουνιστές που ’χουμε. Βόηθησε την Ελλάδα.

Και μετά άρχισαν τα προβλήματα. Για τς άλλους όμως. Είχε έρθ’ η ώρα να πάρ’ το αίμα τ’ πίσω. Κατάφερε να κερδίσει την προυεδρία του κόμματός και έγιν’ αρχηγός. Λέγανε ότι πρώτ’ φορά στου κόμμα είχε υπάρξει τόση δημοκρατία στις εκλογές. Κέρδισ’ άλλους δυο και βγήκ’ πρώτος. Όχι σαν το άχρηστο το συμφοιτητή του που κέρδισ’ τον εαυτό του και είχε βγει και κείνος πρώτος στο δικό τ’ κόμμα. Τι άλλο θα ’βλεπα η δόλια σ’ αυτή τη ζωή Παναγιά μου! Είχε κερδίσ’ και την θυγατέρα του Τάκη Μήτσου. Ήταν, μου πε, από τς πιο ευτυχισμένες στιγμές τς ζωής τ’.

Πρωθυπουργός όμως δεν είχε γίνει ακόμη. Είχε γίνει ο φίλος του, ο αψιλός. Έπεσ’ να σκάσει ο έρημος απ’ τα’ κακό του. Γιατί αυτός και όχι εγώ, έλεγ’ σε ούλους τους δικούς τ’. Τι παραπάνω έχει αυτός θειά από μένα, μονολογούσε ο δόλιος. Θα ’ρθει κι η σειρά σ’ παλκάρι μου, του έλεγα ’γω. Τι να τ’ πω η καψερή. Να τον παρηγορήσ’ ήθελα. Τον ’βλεπα που τυραννιόταν δυο μέτρα παλικάρ’. Εδώ που τα λέμε δίκιο είχε το παιδί. Τι παραπάν’ είχε ο ψηλολέλεκας απ’ τον Αντών’ μου; Και ο δικός μου ήξερ’ ποδήλατο, έκανε και ντιφτ μάλιστα στα χαλίκια στην πλατεία. Ήξερα και απ’ τ άλλου το κανού, έκανε στο ποτάμ’ κάθε καλοκαίρ’ αλλά και το χινόπωρο που χε κατεβασιά. Δεν ήξερε βέβαια να σκουπίζ’ τους δρόμς όπως ου άλλος, αλλά δεν κατάλαβα ποτές τι σηνομονασία είχ’. Το σκούπιζμα είναι γυναίκεια δουλειά, του λέγα αλλά αυτός τίπτα. Γιατί το είχε πάρ’ τοσ’ κατάκαρδ’, δεν του ’ξερα. Να δεις που με το φτωχό μυαλό μου πιστεύω ότι ’χε δίκιο εκείνους ο κουζουλός ο Μίμης που ’λεγε ότι είχανε τις ίδιες τσιούπρες όταν παίζανε εκείνο το μπασκέτ. Να δεις που θα του βούτηξ’ ο αψιλός καμιά γκόμενα και ο δικός μ’ θα το πήρε βαρέως που είναι και ευαίσθητος ο χρυσός μ’.

Μετά όμως απ’ λίγ’ καιρού κατάλαβα γιατί έκανε σα δαιμονισμένος ο Αντώνς μ’. Ο Παγ αποδείχτηκε σκάρτος. Για το καλό της Ελλάδα έλεγ’ ότι κουβέρναγε αλλά όλο μαλακίες έκανε. Ούλοι το ’λεγαν, γιατί να του κρύψμε άλλουστε. Ψεύτες μάς ανέβαζε ο αθεόφοβος, λουπωδύτες μάς κατέβαζε. Αχαΐρευτους και τεμπέληδες που τσάμπα πλερωνόμασταν για να καθόμαστ’, κακόχρονο να ’χει που να του σκάσει το λάστιχο παν’ στα βουνά που πάει και να τον φάν’ οι αρκούδες.

Τον έπιασε η μελαχολιά τον Αντών’ μ’. Τό γλεπα στα μάτια μου ότ’ ανησυχούσε για την Πατρίδα τ’, ότι σκιαζόταν για το μέλλον των Ελλήνων. Όταν μάλιστα, ήμουν μπροστά σου λέω, το σκέφτομ’ και μου σηκώνετ’ η τρίχα κάγκελο σου λέω- όταν τον άκουσ’ στην τηλιόρασ’ να λέει κάτι για τιτανικό και για ένα πιστόλ’ αφημένο πάνου στου τραπέζ’, του γύρσαν τα μάτια ανάποδ’. Ήμουν σίγουρ’ ότι κάτι κακό θα μας έβρισκε. Μη φοβάσαι θειά, μου πε, να ’ναι καλά το παλικάρ’ μου. Δεν θα αφήσω να καταστραφούμε εμείς οι Έλληνες και να χαθεί η Ελλάδα μας. Μη φοβάσαι σου λέω. Τον πίστεψα. Το κατάλαβε στα μάτια μου ότι τον πίστευα. Με την ευχή μου, πασιά μ’, του πα και τον σταύρωσα. Με την ευχή τ’ Θεού και τς Παναγιάς να σώσ’ την Πατρίδα.

Και του δωσε και κατάλαβε. Ησυχία δεν είχε ο Αντώνς μου. Όργωσ’ ούλη την Ελλάδα για να αποκαλύψ’ τις ψευτιές και τις απατεωνιές του Παγ. Πιο σμαντικές ,μου είπαν, ήταν οι βόλτες που έκανε στο Ζάππειο. Δυο φορές μάλιστα πήγε. Τον έδειξ’ και η τηλιόραση. Εκεί λέει, να δεις μωρέ πώς μου το παν, έχω αρχίσει και ξεχνάω βλέπς στην ηλικία μου, εκεί λέει «αποδόμησε τον φιλελεύθερο σοσιαλισμό». Ανάθεμα και αν καταλαβαίνω γρι απ’ αυτό το φρούτο. Μάλλον κάτι σπουδαίο θα ’ναι. Ο Αντώνης μ’ μόνο σπουδαία πράματα λέει και κάνει. Αμ πώς;

Ούλοι τον θέλανε από τότε τον Αντών’ μου. Άρχισαν να τον θέλουν και στα ξωτερικά. Τουν ήθελαν και οι …γερμανοί. Προκομμένοι άνθρωποι αυτοί οι γερμανοί. Εντάξει δεν λέω, έκαναν τον πόλεμο (και τους δυο, δηλαδή, πολέμς) αλλά τώρα, περασμένα ξεχασμένα. Οι γερμανοί είν’ φίλοι μας. Εδώ που τα λέμε ευτχώς που δεν ζει ο μακαρίτς ο άντρας μου να μ’ ακούσει. Είχε πολεμήσει και στους δυο πολέμς και δεν ήθλε να τους γλέπ’ μπροστά του. Τώρα όμως άλλαξαν οι εποχές. Έχουμε ειρήνη, είμαστε ούλοι μαζί στας ευρώπας, νοιάζετ’ ο ένας τουν άλλουν. Προκόψαμε ούλοι μαζί σαν μια οικογένεια.

Όταν κάποια στιγμή τουν ρώτησα τουν Αντώνη τι ακριβώς είχε κάνει αυτός ο Παγ και είχε ξεσηκουθεί ούλος ο λαός να τον φάει ζωντανό, μου είπε ότι ήθελε να ξεπουλήσ’ όλη την Ελλάδα στους ξένς. Ήθελε να διώξει τουν κόσμ’ απ’ τς δουλειές τους, να κόψει τα μισθά τους στη μέσ’, που να τσακστεί απ’ το ποδήλατο ο μουστάκιας, ήθελε να κλείσ’ σχολειά και νοσοκομεία, να κόψει τα φάρμακα από τους γερόντς, να πετάξ’ τους ανάπηρους στο δρόμ’ και άλλα τέτοια πολλά και ούλλα αυτά για το καλό της Ελλάδας, έλεγε ο ψιλολέλεκας με το γιαλισμένο μέτωπο, να του ρίξω μια σβερκιά να δει τον ουρανό σφοντίλ’.

Μην ανησυχείς θειά, μού πε ο Αντώνς, δεν θα τον αφήσω. Μην τον αφήσεις γιέ μ’, του ’πα η καψερή. Σκέψ’ τους γονείς σου, το σόι σου, τα ’δέρφια σου, τους γερόντς απ’ το χωριό, τον σακάτ’ τον παπα Περικλή, που σου ’μαθε να ψέλνς, τον τρελαντώνη της Παναγούλας, που παίζατε μικρά. Πρέπει να κάνεις κάτι αγόρι μου. Αν δεν κάνεις εσύ, ποιος θα το κάν’; Οι κουμουνιστές; κακόχρονο να ’χουν τα ζουλάπια που μόνο κακά έχουν κάνει σ’ αυτή τη χώρα; Μην ανησυχείς θειά, μου ’πε. Έχω σχέδιο. Θα τα καταφέρω.

Μου το ’πε το σχέδιό του. Είναι έξυπνος ο Αντώνς μου. Δεν το κατάλαβα καλά καλά, αλλά μου φάνηκε εντάξ’. Άλλωστε, Αντώνς είναι αυτός. Τόσες σπουδές, τσάμπα πλήρωναν οι γονιοί του; Μου είπε, και τήρα που θα στο πω, μην το μαρτυρήσεις πουθενά και το μάθ’ αυτός ο Αλέξης ο Τσίπρας που όλο σύριζα περνάει και μας έχει τρελάνει ούλους, κακομοίρη μου, σ’ έφαγα δάγκα.

Μου είπε λοιπόν ότι θα παίξ’ θέατρο. Άλλου πάλι και τούτο του ’πα. Έκανες πώς και πώς να γίνς Προύεδρος και τώρα θα τ’ παρατήσεις ούλα για το σανίδι; Ποια σου γυάλισ’ τώρα μάνα μ’, τον ρώτσα. Γέλασε, με αγκάλασιε, δεν το είχε ματακάνει ποτές ξανά. Όχι θειά, μην ανησυχάς, μου ’πε. Άλλο είδους θέατρο θα παίξω. Θα κάνω ότι είμαι με το μέρος τους. Θα τους κάνω να πιστέψουν ότι και γω, όπως και ο φίλος μου ο Παγ, θα τους κάνω όλα τα χατίρια. Γιατί, γιέ μ’, να τ’ κάνεις αυτό, ρώτησα. Αχ, θειά, δεν καταλαβαίνς, μα για να κερδίσω χρόνο! Όσο εγώ θα τους κάνω τα χατίρια στα λόγια και μέχρι να ’ρθει η ώρα να υπογράψω, θα κερδίσουμε χρόνο ώστε να προετοιμάσουμε την Πατρίδα. Έλεγε Πατρίδα και γέμιζ’ το στόμα του Ελλάδα. Την κρίσιμη στιγμή, συνέχισε, ΜΠΑΜ! Θα το μπουμπουνίξω το ΟΧΙ και στον αγύριστου να πάνε. Εγώ την Ελλάδα μας δεν την προδίνω, ούτε την παραδίνω. Γκέκε; Με κάνεις περήφανη, μπόρεσα μόνο να ψελλίσω και σηκώθηκα γλήγορα να μη δει τα δάκρυά μ’ που είχαν αρχίσ’ να τρέχν. Δεν ήθελα να τον φορτώσ’ με τους συναισθηματισμούς μ’, κοτζάμ πρόεδρο και αυριανό πρωθυπουργό.

Έγινε πρωθυπουργός. Ήταν ιστορική στιγμή. Κατάφερε με το μυαλό του να τον ηθέλουνε ούλοι. Και οι πατριώτες μου και οι ξέν’. Πώς το έκανε ακριβώς δεν ξέρω. Πέτυχε πάντως. Όταν ήταν εδώ, έλεγε ό,τι ήθελαν οι πατριώτσ’ μ’ να ’κούσουν. Όταν ήταν στα ξένα έλεγε ότι, ό,τι έλεγε στην πατρίδα το έλεγε μόνο και μόνο για να γίνει πρωθυπουργός και ότι τελικά θα κάνει ό,τι του πουν απ’ τας ευρώπας. Τους δούλευε ψιλό γαζί και αυτά τα ζώα το χάβανε. Τέτοια ζώα που είναι, τι περιμένς. Όταν εμείς φτιάναμε Παρθενώνες και Δημοκρατίες, αυτοί ούλοι στα δέντρα ήταν ανεβασμένοι και ψάχνουναν για μπανάνες, μην ανοίξω το στόμα μου τώρα, που πήδαγαν από κλαρί σε κλαρί.

Και ούλοι τον στήριξαν, και οι μέσα και οι έξου, και τον έκαναν πρωθυπουργό. Χρειάστηκε βέβαια να κάνει εκλογές δυο φορές, γιατί την πρώτη δεν μπόρεσε να κάνει κυβέρνησ’. Αυτός ο Τσίπρας πάλι σύριζα πέρασε και παραλίγο να τον πετύχ’ στο δόξα πατρί και να πάει χαμέν’ η προσπάθεια, χαμένς ο κόπος του και το σχέδιό τ’ για τη σωτηρία της Χώρας. Ας είναι καλά ο Ύψιστος που τέτοια αδίκια δεν την θέλ’ και δεν άφησ’ να γίνει πρωθυπουργός ο κουμουνιστής και να μας πάρουν τα σπίτια, τις καταθέσεις, τις κότες, ούλα θα μας τά ’παιρναν οι αθεόφοβοι. Για να το σιγουρέψουν, βέβαια, ότι τη δεύτερη φορά θα βγει στα σίγουρα, πείραξαν μου είπε λίγο την Dualar Single. Ελπίζω να μην έπαθε κάτι φοβερό το κορίτσι, τι έφταιγε και αυτή τώρα.

Έγινε πρωθυπουργός. Επιτέλους η Ελλάδα δεν θα χαθεί. Οι Έλληνες θα σωθούμε. Το σχέδιό του έπιασε. Τώρα μένει η εκτέλεση του τελευταίου μέρους του σχεδίου. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι τον παίζει πολύ καλά το ρόλο του. Αν δεν μου είχε πει το κόλπο, θα τον πίστευα και γω ακόμης. Μωρέ, μήπως πήγε στράφι στην πολιτική και θα ’ταν καλύτερα να γίνουνταν θεατρίνος; Ποιος θα μας έσωζ’ όμως τότ’ στα ’λήθεια; Μόνο αυτός μπουρεί να το κάν’ και θα το κάν’.

Έφτακε η ώρα ,έμαθ’, για να σωθούμε. Έφερε με χίλια ζόρια στη Βουλή να ψηφίσουν κάτι νέα μέτρα που τα λένε χιλιόμετρα. Θα ψηφίσν και ένα μνημόσυνο. Ούλα σε ένα λέει θα είναι, όμορφα, τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα, όπως στη διαφήμισ’. Πάντα ήταν νοικοκύρης ο Αντώνς μ’. Από μικρός, θμάμαι, έστρωνε με το που ξύπναγε το κρεβάτ’ του. Τι μου θύμσες τώργια. Τέλς πάντων. Τι σου λέγα; Α ναι. Δεν είναι καλό για την Πατρίδα αυτό το μνημόσυνο, φωνάζουν ούλοι. Ό,τι να ’ναι λέν’. Είναι δυνατόν μνημόσυνο και να είναι καλό. Αυτός ο Τσίπρας πάλι σύριζα περνάει από δίπλα του και δεν τον αφήνει να κάνει τη δουλειά του. Φωνάζ’ ότι το μνημόσυνο είναι η ταφόπλακα της ελληνικής κοινωνίας. Δίκιο δηλαδή έχει, αλλά αυτός είναι κουμουνιστής και κάτι πονηρό θα έχει στο μυαλό του. Δεν με ξεγελάν εμένα αυτά. Ευτυχώς ο Αντώνς μου έχει το πάνου χέρ’ στη Βουλή. Του κουνήθηκαν λίγο κάτι άλλοι αρχηγοί αλλά τους φοβέρισ’ ο Αντώνς μου κι ούλα καλά. Να δεις ο άτιμος που δεν τους έχει πει το κόλπο γιατί δεν τς εμπιστεύτ’. Δύσκουλο την σήμερον ημέρα να βρεις ανθρώπς με μπέσα. Ευτυχώς ο Αντώνς μ’... Μάλαμα παιδί. Να τον έχει καλά η Παναγιά, να τον προσέχ’.

Σε αυτό το μνημόσυνο έχει βάλει ο αθεόφοβος να ψηφίσουν ότι χειρότερο υπάρχει για την Πατρίδα. Ό,τι είχε βάλει ο Παγ και ακόμη χειρότερα και ακόμη περισσότερα. Αμ πώς; Δεν θα του έμπαινε στο μάτ’ ο δικός μ’; Δεν ήξερε ο Αντώνς μου να τα κάν’ χειρότερα απ’ τον άλλον; Σιγά και μην δεν ήξερ’. Άσε που αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μην τον πάρουν χαμπάρι οι οχθροί της Πατρίδας και κάνουν καμιά κίνηση τελευταία στιγμή και τον εκτρέψουν.

Έχ’, απ’ ό,τι λέν’ μάτια μου, και έναν πουλύ καλό στην κυβέρνησ’ για τα λεφτά, να δεις πώς τον λέν’; Ένα παράξενο όνομα έχ’, όνομα και πράγμα. Αχ αυτό το αλζχάϊμερ, όλα τα ξεχνάω. Τέλς πάντων. Αυτός που λες, είναι ο άνθρωπος των άλλων δυο αρχηγών που ελέγχουν έτσ’ τον Αντών’ μ’ στην πρωθυπουργία, τρομάρα τους. Κορόιδο είν’ ο Αντώνς μου, να μην το καταλάβ’; Αυτός τους κοροϊδεύει κάνοντας τον χαζό. Σκέψ’ να δεις πόσ’ έξυπνος είναι ο Αντώνς μου που έκαν’ κυβέρνση με τους πράσινους που πριν τους έβρισε και τόσα χρόνια ήταν οχτροί, που Χριστό δεν κατάλαβαν ότι τους την έχ’ στημέν’. Για να τα τους μπερδέψ’ ακόμ’ περισσότερο, έκανε λέει κυβέρνησ’ και με κάτι νέο αριστερούς, φωτιά και χάβρα. Αυτό και αν είναι παράδοξ’. Σου λέω ότι είναι πολύ αυτοφυές το παιδί, πανέξπν’ όσο δεν πάει. Ούλα αυτά τα ’κανε για να μην τον εκαταλάβουνε και του την χαλάσουνε. Όυλα για την Πατρίδα γιέ μου. Ούλα για την Ελλάδα.

Θυμάμαι που κάθομ’ καμιά φορά μονάχη μ’ στην αυλή κι αγναντεύω όσο φτάν’ το μάτι μου, και σκέφτομ’ ούλα αυτά τα χρόνια που περάσαν’, όλα αυτά που έγιναν. Σκέφτομ’ από πού ξεκίνησ’ ο Αντώνς μου και πού έφτασ’, χωρίς βοήθεια από κανέναν, μόνο με την αξία του, με το σπαθί τ’ σαν γνήσιος Έλληνας, μόνο με την αγάπ’ και την υποστήριξ’ του Ελληνικού Λαού.

Όλα για Πατρίδα, όλα για τη σωτηρία της.


Αύριου Τετάρτη 7 Νοέμβρ’ 2012 θα ψηφιστεί το μνημόσυν’ στη Βουλή.
Αύριου Τετάρτη 7 Νοέμβρ’ 2012 θα κάνει ο Αντώνς μ’ το μεγάλο ΜΠΑΜ και θα πει το μεγάλο ΟΧΙ.

Κρίμα που δεν είναι δω να τον καμαρώσουν οι γονιοί του. Θα τους έκανε πολύ πηρήφανους.

Αύριου Τετάρτη 7 Νοέμβρ’ 2012 θα του κάνω έκπληξ’. Θα πάου στ’ Βουλή να τον καμαρώσω από κοντά που θα σώζ’ την Πατρίδα. Θέλει τέχνη να σώζεις την Πατρίδα και ο Αντώνς μου το ξέρ’ καλά.

Είμαι πολύ συγκινημένη που μ’ αξίωσε ο Θεός να το ζήσω αυτό…


Υστερόγραφο:
«Πρόσεχε, ’κει που θα πας μη και γίνεις κουμουνιστής!» Αυτή την ευχή μου είχε δώσει η γιαγιά μου όταν έφευγα για το πανεπιστήμιο πριν 21 χρόνια. Η γιαγιά μου ζει ακόμη. Έχει αισίως φτάσει τα 100 χρόνια ζωής. Της αφιερώνω το παραπάνω διήγημα ως ανταπόδοση για τα υπέροχα παραμύθια των παιδικών χρόνων, για το έξτρα γλυκάκι που μας έδινε και για τα κρυφά καφεδάκια που μας έφτιαχνε, με μία μυτούλα καφέ και πέντε κουταλιές ζάχαρη.

Γιαγιά, σ’ αγαπώ και να ξέρεις ότι ο Αντώνης σού κόβει τα φάρμακα που σε κρατάνε στη ζωή.



*Του Κωνσταντίνου Νάκκα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...